-
1 καρτος
(χειρῶν Hom.; βίῃ καὴ κάρτεϊ Hes.)
-
2 βια
эп.-ион. βίη ἥ1) жизненная сила, жизньβίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. — убить кого-л.
2) сила, мощь(κάρτος τε β. τε Hom.; ἥ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.)
βίην καὴ χεῖρας ἀμείνων Hom. — превосходящий силой рук;ἰσχὺς ἀμήχανος τῆς βίας Arst. — огромная сила напора;μετὰ βίας πολλῆς Plut. — с огромной силой;3) сила, насилие, принуждениеβίᾳ (βίῃ) и βίηφι Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. — силой, насильно;
πρὸς βίαν Aesch., Plat.; — по принуждению, поневоле, насильно;αἱ βίᾳ πράξεις Plat. — насильственные действия;βίας γραφή юр. Plut. — жалоба на насилие -
3 κρατος
I.gen. к *κράς См. κραςII.1) сила, мощь, крепость(τὸ σιδήρου κ. Hom.)
κατὰ κ. — всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. — мчаться во весь опор;πρὸς ἰσχύος κ. Soph. — силой, насильно2) могущество, власть (sc. Διός Hom.)τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. — быть всемогущим;
θρόνων χράτη Soph. — царская власть;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. — господство на море;τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. — стоять во главе армии3) глава, вождь, повелительἈχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. — оба повелителя ахейцев, т.е. Агамемнон и Менелай;
4) одоление, победа(νίκη καὴ κ. τῶν πολεμίων Plat.)
5) pl. бесчинства, проступки(εἰ ταῦτ΄ ἀνατεὴ τῇδε κείσεται κράτη Soph.)
См. также в других словарях:
κάρτος — κάρτος, τὸ (Α) (επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος … Dictionary of Greek
καρτός — καρτός, ή, όν (AM) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια 2. ο κομμένος σε τεμάχια αρχ. ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρ τός (< θ. καρ , συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω,… … Dictionary of Greek
καρτός — shorn smooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτος — strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτει — κάρτος strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάρτεϊ , κάρτος strength neut dat sg (epic ionic) κάρτος strength neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτόν — καρτός shorn smooth masc acc sg καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτη — κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάρτος strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτοί — καρτός shorn smooth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτοῦ — καρτός shorn smooth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτή — καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)