-
1 γλυφός
η, ό[ν]1) солоноватый; 2) сладко-солёный пище) -
2 γλυφός
tuzluya çalan, tuzlumsu -
3 πτερνο-γλύφος
πτερνο-γλύφος, ὁ, Schinkenhohler, als Mäusename, Batrach. 222.
-
4 στρογγυλό-γλυφος
στρογγυλό-γλυφος, rund geschnitzt, Mathem. vett.
-
5 στυπο-γλύφος
στυπο-γλύφος, Stämme od. Blöcke behauend, bearbeitend, Hesych.
-
6 στῡλο-γλύφος
στῡλο-γλύφος, Säulen schnitzend, Philo., zw.
-
7 τρί-γλυφος
τρί-γλυφος, dreimal geschlitzt, gespalten, αἰχμὴ τρίγλυφος, der Dreizack, Opp. Hal. 5, 377; – ἡ τρίγλυφος, der Dreischlitz über dem Architrav in der dorischen Säulenordnung, Eur. Or. 1374 I. T. 113; Arist. eth. Nicom. 10, 4, 12 auch τὸ τρίγλυφον.
-
8 τοκο-γλύφος
τοκο-γλύφος, ὁ, ein Zinsenschnitzler, Zinsenspalter, der die Genauigkeit im Berechnen u. Eintreiben der Zinsen bis ins Kleinste treibt; Philodem. 32 (IX, 520); Luc. Vit. auct. 23; Plut. de aud. poet. 3 u. a. Sp.
-
9 τῡρο-γλύφος
τῡρο-γλύφος, ὁ, Käsehohler, Käsefresser, kom. Mäusename, Batrach. 137.
-
10 χρῡσό-γλυφος
-
11 ξυλο-γλύφος
ξυλο-γλύφος, Holz schnitzend, Sp.
-
12 κυμῑνο-πριστο-καρδαμο-γλύφος
κυμῑνο-πριστο-καρδαμο-γλύφος, Ar. Vesp. 1357, das Vorige noch gesteigert, der Kümmel u. Kresse spaltet.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κυμῑνο-πριστο-καρδαμο-γλύφος
-
13 ζω-γλύφος
-
14 καρδαμο-γλύφος
καρδαμο-γλύφος, Kresse schneidend, spaltend, wie κυμινοπ ρίστης, filzig, knauserig, Hesych. Vgl. κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος.
-
15 καρδοπο-γλύφος
καρδοπο-γλύφος, Backtröge, Mulden u. dgl. aushöhlend, schnitzend, Cratin. bei Poll. 7, 179.
-
16 κερατο-γλύφος
κερατο-γλύφος, ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.
-
17 καλαμο-γλύφος
καλαμο-γλύφος, Rohrfedern schneidend, E. M. 485, 35.
-
18 ζῳδιο-γλύφος
ζῳδιο-γλύφος, ὁ, Thierchen- od. Bildchenschnitzer, Plut. Symp. 7, 8, 4.
-
19 δακτυλιο-γλύφος
δακτυλιο-γλύφος, ὁ, Steinschneider, Graveur, D. L. 1, 57; Schol. Plat. Rep. V p. 475, 16.
-
20 δορατο-γλύφος
δορατο-γλύφος, Speere glättend; – δορατόγλυφος, aus Holz geschnitzt, poet. δουρατόγλυφος, Lycophr. 361.
См. также в других словарях:
γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *βλυχός, με τροπή τού β σε γ και ανομοιωτική τροπή του χ σε φ ] … Dictionary of Greek
γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση: Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό (Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυφαίνω — [γλυφός] 1. κάνω κάτι γλυφό 2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος … Dictionary of Greek
γλυφίζω — [γλυφός] (για νερό) έχω ελαφρώς υφάλμυρη γεύση … Dictionary of Greek
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ιερογλύφος — ο (Α ἱερογλύφος) αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύφος, σμιλι γλύφος] … Dictionary of Greek
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδαμογλύφος — καρδαμογλύφος, ὁ (Α) αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο γλύφος, λιθο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek