-
1 ταχύῤ-ῥωστος
ταχύῤ-ῥωστος, sich schnell bewegend, πελειάς, Soph. O. C. 1083.
-
2 εὔ-ρωστος
-
3 ἄ-ρωστος
-
4 ἄῤ-ῥωστος
ἄῤ-ῥωστος, schwach, kränklich, Xen. Oec. 4, 2 u. Sp. – Adv., ἀῤῥώστως ἔχειν Dion. Hal. 7, 12. – Aber ἀῤῥωστότερον γίγνεσϑαι ἐς τὴν μισϑοδοσίαν, minder geneigt zu zahlen, Thuc. 8, 83. S. vor.
-
5 ευρωστος
-
6 ἄῤῥωστος
ἄῤ-ῥωστος, schwach, kränklich -
7 εὔρωστος
εὔ-ρωστος, wohl bei Kräften, gesund u. stark -
8 ταχύῤῥωστος
См. также в других словарях:
εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… … Dictionary of Greek
ρωστικός — ή, ο / ῥωστικός, ή, όν, ΝΑ (για τροφές ή για φάρμακα) δυναμωτικός αρχ. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek
ρωστώ — έω, Α υγιαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek