-
1 ἄθυρσος
ἄ-θυρσος, ohne Thyrsus. -
2 κακό-θυρσος
κακό-θυρσος, Erkl. von ἄϑυρσος, Schol. Eur. Or. 1492.
См. также в других словарях:
άθυρσος — ἄθυρσος, ον (Α) [θύρσος] αυτός που δεν έχει θύρσο … Dictionary of Greek
ἀθύρσους — ἄθυρσος without thyrsus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυρσοι — ἄθυρσος without thyrsus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek