Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄϋπνος

См. также в других словарях:

  • ἄυπνος — ἄϋπνος , ἄυπνος sleepless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άυπνος — και άνυπνος, η, ο (AM ἄϋπνος, ον) [ύπνος] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί 2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί αρχ. 1. άγρυπνος, ακούραστος 2. φρ. «ύπνος άϋπνος» πολύ ελαφρύς… …   Dictionary of Greek

  • άυπνος — η, ο αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί: Είμαι άυπνος δύο νύχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανάυπνος — πανάϋπνος, ον (Α) τελείως άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄυπνος] …   Dictionary of Greek

  • ἀυπνότατον — ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless masc acc superl sg ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀύπνω — ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀύπνως — ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless adverbial ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄυπνον — ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless masc/fem acc sg ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • бъдѣньныи — (2*) пр. Бдительный, неусыпный: тѩжесть служень˫а. не лѣностна˫а малод҃шьна˫а. бдѣнна˫а [в др. сп. бдѣнiа] (τῆς ἀγρυπνίας) ФСт XIV, 195г; Чл҃вчьско ѥстьство бьдѣнъно и несонъно ѥсть. на большеѥ иманьѥ. (’′Αυπνος) Пч к. XIV, 80 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»