-
41 ἀψύχοισι
-
42 αψύχοισιν
-
43 ἀψύχοισιν
-
44 αψύχου
-
45 ἀψύχου
-
46 αψύχους
-
47 ἀψύχους
-
48 αψύχωι
-
49 ἀψύχωι
-
50 αψύχων
-
51 ἀψύχων
-
52 ταψυχότερα
-
53 τἀψυχότερα
-
54 κιναρύζεσθαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναρύζεσθαι
-
55 ἀψυχεί
-
56 ἔμψυχος
ἔμψῡχ-ος, ον,A having life in one, animate, opp. ἄψυχος, Hdt.1.140, al., Simon. 106.4, S.OC 1486, E.Alc. 139, Pl.Phdr. 245e, al.; ἔ. νεκρός 'a breathing corpse', S. Ant. 1167;γῦπες ἔ. τάφοι Gorg.Fr.5a
D.; μὴ κτείνειν τὸ ἔ., of Empedocles, Arist.Rh. 1373b14, cf. E.Fr.472.18 (anap.);ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Alex.27.2
, cf. 220.3;δοῦλος ἔ. ὄργανον Arist.EN 1161b4
;εἶναι τὸν βασιλέα ἔ. νόμον Ph.2.135
, cf. Diotog. ap. Stob.4.7.61; ἔμψυχα, τά, animals, Th.7.29, PGiss. 40 ii 22 (iii A. D.): [comp] Sup., ὅσα ἐμψυχότατα.. ἦν most full of vital fluid, Pl.Ti. 74e.2 of diction, animated, vivid, Bonitz, cf. Luc.Dem.Enc.14; soἔ. ἄγαλμα AP12.56
(Mel.);πάθη Longin.34.4
: [comp] Comp.,ἡ ἀληθὴς εὐφημία -οτέρα τῶν Δαιδάλου ἔργων Them.Or.28.342d
. Adv. -ως Plu.2.79of: [comp] Sup. - ότατα Herm.in Phdr.p.61A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμψυχος
См. также в других словарях:
άψυχος — η, ο (AM ἄψυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα») 2. ο νεκρός 3. ο μικρόψυχος, ο δειλός (μσν νεοελλ.) 1. λιπόθυμος, αναίσθητος 2. άτονος 3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. φρ. «ἄψυχος βορά» μη ζωική, φυτική τροφή … Dictionary of Greek
άψυχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ψυχή, ζωή (αντίθ. έμψυχος): Τα ανόργανα είναι άψυχα. 2. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός, ο αδρανής: Όλα έδειχναν πως ήταν άνθρωπος δίχως ζωτικότητα, άψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄψυχος — ἄψῡχος , ἄψυχος lifeless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχότερον — ἀψῡχότερον , ἄψυχος lifeless adverbial comp ἀψῡχότερον , ἄψυχος lifeless masc acc comp sg ἀψῡχότερον , ἄψυχος lifeless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχοτέρων — ἀψῡχοτέρων , ἄψυχος lifeless fem gen comp pl ἀψῡχοτέρων , ἄψυχος lifeless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχότατα — ἀψῡχότατα , ἄψυχος lifeless adverbial superl ἀψῡχότατα , ἄψυχος lifeless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψύχω — ἀψύ̱χω , ἄψυχος lifeless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀψύ̱χω , ἄψυχος lifeless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψύχως — ἀψύ̱χως , ἄψυχος lifeless adverbial ἀψύ̱χως , ἄψυχος lifeless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψυχ' — ἄψῡχα , ἄψυχος lifeless neut nom/voc/acc pl ἄψῡχε , ἄψυχος lifeless masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψυχον — ἄψῡχον , ἄψυχος lifeless masc/fem acc sg ἄψῡχον , ἄψυχος lifeless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήριος — (I) ἀκήριος, ιον (Α) [κὴρ, η] 1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος 2. αβλαβής, ακίνδυνος 3. άδολος, άκακος. (II) ἀκήριος, ον (Α) [κῆρ, το] 1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή 2. δειλός, άψυχος … Dictionary of Greek