-
1 αχορος
См. также в других словарях:
άχορος — ἄχορος, ον (Α) ο δίχως χορό, θλιβερός … Dictionary of Greek
ἄχορος — without the dance masc/fem nom sg ἄχωρ scurf masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορον — ἄχορος without the dance masc/fem acc sg ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρους — ἄχορος without the dance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορα — ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχωρ scurf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορ' — ἄχορα , ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχορε , ἄχορος without the dance masc/fem voc sg ἄχορα , ἄχωρ scurf masc acc sg ἄχορι , ἄχωρ scurf masc dat sg ἄχορε , ἄχωρ scurf masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek