Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄχολος

См. также в других словарях:

  • ἄχολος — lacking gall masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους …   Dictionary of Greek

  • άχολος — η, ο αυτός που δε θυμώνει εύκολα, ο ψύχραιμος, ο απαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχόλω — ἄχολος lacking gall masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄχολος lacking gall masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχολον — ἄχολος lacking gall masc/fem acc sg ἄχολος lacking gall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόλοισιν — ἄχολος lacking gall masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόλους — ἄχολος lacking gall masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόλων — ἄχολος lacking gall masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόλῳ — ἄχολος lacking gall masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχολα — ἄχολος lacking gall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχολοι — ἄχολος lacking gall masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»