-
1 άχθοιντο
-
2 ἄχθοιντο
См. также в других словарях:
ἄχθοιντο — ἄχθομαι to be loaded pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 άχθοιντο
2 ἄχθοιντο
ἄχθοιντο — ἄχθομαι to be loaded pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)