-
1 αφρακτος
староатт. ἄφαρκτος1) неогороженный, незащищенный, неукрепленный(στρατόπεδον, οἴκησις Thuc.)
ἄ. φίλων Soph. — не имеющий защиты в друзьях, т.е. вдали от друзей2) неосторожный, застигаемый врасплохὅρκοις θεῶν ἄ. Eur. — неосторожно поклявшийся богами;
μέ προσπέσῃ ὑμῖν ἀφάρκτοις πράγμα δεινόν Arph. — как бы вас не застигла врасплох беда -
2 άφρακτος
η, ο [ος, ον ] см. άφραχτος -
3 αφαρκτος
См. также в других словарях:
ἄφρακτος — unfenced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
ἄφρακτον — ἄφρακτος unfenced masc/fem acc sg ἄφρακτος unfenced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρακτότεροι — ἄφρακτος unfenced masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφράκτοις — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφράκτου — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφράκτους — ἄφρακτος unfenced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφράκτων — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφράκτῳ — ἄφρακτος unfenced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφρακτα — ἄφρακτος unfenced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφρακτοι — ἄφρακτος unfenced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)