Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄφαντοι

См. также в других словарях:

  • ἀφαντοῖ — ἀφαντόω make pres ind mp 2nd sg ἀφαντόω make pres opt act 3rd sg ἀφαντόω make pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντοι — ἄφαντος made invisible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθητος — η, ο 1. άφαντος «έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη 2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει», ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά… …   Dictionary of Greek

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»