Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄττακος

См. также в других словарях:

  • άττακος — (attacus). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των αττακιδών ή σατουρνιιδών. Ζουν περισσότερο στις θερμές χώρες και ορισμένα είδη και στην Ευρώπη. Είναι από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος πεταλούδες με μήκος σώματος 2 3 εκ. και άνοιγμα φτερών… …   Dictionary of Greek

  • ἄττακοι — ἄττακος locust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄττακον — ἄττακος locust masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATTACUS — Graece ἀττἀκης vel ἀττακὸς, Levit. c. 11. v. 22. locustae species, forte ἀπὸ τοῦ ἄττειν, a sahendo, ut vulgari linguâ saltarella. Nisi idem ἀττακὸς, quod ἀςτακὸς, Aeolum dialectô; quibus πίςτις est πίττις, unde fides, et βλάςτη βλάττη, unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • атак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. греч. 1) ἀτταγής, ἀτταγᾶς рябчик; или 2) ἀττάκης,… …   Словарь церковнославянского языка

  • αττάκης — ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α) είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος*] …   Dictionary of Greek

  • ԳՐՈՒԻՃ — ( ) NBH 1 0588 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c գ. ἁττέλαβος, ἅττακος locustae species Ազգ մարախոյ՝ փոքրիկ, որպէս խարագուլ. *Խաղաց իբրեւ զգրուիճ. Նաւում. ՟Գ. 17: *Ջորեակն եւ գրուիճն եւ մարախն. Փիլ. այլաբ.: *Զմնացորդս ջորեկին եկեր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»