-
1 άττακοι
-
2 ἄττακοι
-
3 άττακον
-
4 ἄττακον
-
5 ἀττάκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀττάκης
-
6 ἀττάκης
ἀττάκης, - ουGrammatical information: m.Meaning: `kind of locust' (LXX)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. ἀττέλαβος. S. Gil, Insectos 238.Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀττάκης
См. также в других словарях:
άττακος — (attacus). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των αττακιδών ή σατουρνιιδών. Ζουν περισσότερο στις θερμές χώρες και ορισμένα είδη και στην Ευρώπη. Είναι από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος πεταλούδες με μήκος σώματος 2 3 εκ. και άνοιγμα φτερών… … Dictionary of Greek
ἄττακοι — ἄττακος locust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄττακον — ἄττακος locust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATTACUS — Graece ἀττἀκης vel ἀττακὸς, Levit. c. 11. v. 22. locustae species, forte ἀπὸ τοῦ ἄττειν, a sahendo, ut vulgari linguâ saltarella. Nisi idem ἀττακὸς, quod ἀςτακὸς, Aeolum dialectô; quibus πίςτις est πίττις, unde fides, et βλάςτη βλάττη, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
атак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. 1) ἀτταγής, ἀτταγᾶς рябчик; или 2) ἀττάκης,… … Словарь церковнославянского языка
αττάκης — ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α) είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος*] … Dictionary of Greek
ԳՐՈՒԻՃ — ( ) NBH 1 0588 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c գ. ἁττέλαβος, ἅττακος locustae species Ազգ մարախոյ՝ փոքրիկ, որպէս խարագուլ. *Խաղաց իբրեւ զգրուիճ. Նաւում. ՟Գ. 17: *Ջորեակն եւ գրուիճն եւ մարախն. Փիլ. այլաբ.: *Զմնացորդս ջորեկին եկեր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)