-
1 ατροπος
21) необратимый, безвозвратный(τὰ παρελθόντα Arst.)
2) беспробудный(ὕπνος Theocr.)
3) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
4) неподобающий, некстати сказанный(ἔπεα Pind.)
-
2 Ατροπος
ἡ Атропа, «Бесповоротная» ( третья из Мойр) Hes., Plat. -
3 άτροπος
ος, ον см. αμετάβλητος -
4 Μοιρα
ἥ Мойра или Мэра (богиня судьбы, смерти или несчастья)αἱ Μοῖραι (лат. Parcae) — Мойры (три богини судьбы: Κλωθώ, Λάχεσις и Ἄτροπος Hom. etc., реже (лат. Furiae) = Ἐρινύες Aesch. etc.)
См. также в других словарях:
Ἄτροπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτροπος — not to be turned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
ἀτρόπως — ἄτροπος not to be turned adverbial ἄτροπος not to be turned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτροπον — ἄτροπος not to be turned masc/fem acc sg ἄτροπος not to be turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόποις — Ἄτροπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόποις — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόποισι — Ἄτροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόποισι — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόπου — Ἄτροπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόπου — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)