1 ατρεστα
(ἐν δόμοις ναίειν Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > ατρεστα
ἄτρεστα — ἄτρεστος not trembling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρεστος — ἄτρεστος, ον (Α) [τρέω] 1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα άφοβα … Dictionary of Greek