-
1 άτρεπτα
-
2 ἄτρεπτα
См. также в других словарях:
ἄτρεπτα — ἄτρεπτος unchangeable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
непреложьныи — (45) пр. 1.Неизменяемый, не могущий быть измененным: кожю мурина. непрѣложьнѹ сътѧжа(въ)шиимъ (ἀμετοβλητον) КЕ XII, 225а; б҃ъ безначаленъ ѥсть и бесконеченъ. (пре)вѣченъ же и присносущенъ. несозданъ и непреложенъ. (ἄτρεπτος) ЖВИ XIV–XV, 25в; ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek