Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἄτμητος

См. также в других словарях:

  • άτμητος — ἄτμητος, ον (AM) [τέμνω] 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί 2. αδιαίρετος αρχ. 1. (για περιοχή ή κτήματα) εκείνος που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με κόψιμο των δέντρων του από τους εχθρούς 2. (για ορυχείο, μεταλλείο κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἄτμητος — not carved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτως — ἄτμητος not carved adverbial ἄτμητος not carved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτμητον — ἄτμητος not carved masc/fem acc sg ἄτμητος not carved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτοιο — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτοις — ἄτμητος not carved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτου — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτους — ἄτμητος not carved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτων — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτῳ — ἄτμητος not carved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτμητα — ἄτμητος not carved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»