-
1 άτηκτοι
-
2 ἄτηκτοι
-
3 ἄτηκτος
ἄτηκτος, ον,2 insoluble in oil, Dsc. 5.160.II metaph., not to be softened or subdued,νόμοις ἄτηκτοι Pl.Lg. 853d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτηκτος
См. также в других словарях:
ἄτηκτοι — ἄτηκτος not melted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)