-
1 άτεγκτοι
-
2 ἄτεγκτοι
См. также в других словарях:
ἄτεγκτοι — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
άτεγκτος — η, ο επίρρ. α (κυριολ. αυτός που δε μαλακώνει όσο κι αν βραχεί), άσπλαχνος, άκαμπτος, αυστηρός: Παρ όλη τη συγκινητική απολογία του κατηγορουμένου οι δικαστές υπήρξαν άτεγκτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)