-
1 άτακτος
-
2 ἄτακτος
-
3 ἄτακτος
ἄτακτος, ον (s. ἀτακτέω) gener. ‘not in the proper order’ (3 Macc 1:19; TestNapht 2:9; Philo; Jos., Bell. 2, 517; 649, Ant. 15, 152; Ath. 25:3 [ἀταξία ibid. 3:2]; loanw. in rabb.)① of volitional state, pert. to being out of step and going one’s own way, disorderly, insubordinate (Hdt., Thu. et al.; Sb 6152, 13; 6153, 16; PFlor 332, 4; Philo, Sacr. Abel. 32) 1 Th 5:14 (cp. SEG XXVII, 261 B, 99; s. CSpicq, Studia Theologica 10, ’56, 1–13); but some prefer the sense idle, indolent (s. ἀτακτέω and ἀτάκτως; also the orator Lycurgus 39 ἄτακτος=‘not at one’s post’).—GHolland, SBLSP 24, ’85, 327–41.② of affective state pert. to being without socially recognized constraint, undisciplined φορά impulse Dg 9:1 (cp. Pla., Leg. 2 p. 660b ἄτακτοι ἡδοναί; Plut., Mor. 5a likew.).—M-M. TW. Spicq. -
4 ατακτος
-
5 άτακτος
η, ο [ος, ον ] 1.1) беспорядочный, неупорядочен- ный; хаотичный;τρέπω σε άτακτη φυγή — обратить в беспорядочное бегство;
2) нерегулярный;άτακτα σώματα — или άτακτοι — воен, нерегулярные части;
άτακτος σφυγμός — неровный пульс;
3) беспорядочный, неустроенный;άτακτος βίος — беспорядочная, ненормальная жизнь;
4) непослушный, недисциплинированный; шаловливый; баловной (прост.);5) неаккуратный; 2. (ο) шалун, проказник, баловник -
6 ἄτακτος
{прил., 1}бесчинный, беспорядочный, своевольный, не подчиняющийся установленному порядку, непокорный (1Фес. 5:14).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄτακτος
-
7 άτακτος
{прил., 1}бесчинный, беспорядочный, своевольный, не подчиняющийся установленному порядку, непокорный (1Фес. 5:14).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άτακτος
-
8 ἄτακτος
бесчинный, беспорядочный, своевольный, не подчиняющийся установленному порядку, непокорный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄτακτος
-
9 ἄτακτος
ἄ|τακτος, ον неупорядоченный, нестройный -
10 άτακτος
-
11 ἄτακτος
2 не построенный в боевой порядок -
12 άτακτος
[атактос] εκ. неаккуратный, непослушный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άτακτος
-
13 ἄτακτος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 1,19undisciplined, disorderlyCf. SPICQ 1978a, 157-159; →TWNT -
14 άτακτος
[атактос] επ неаккуратный, непослушный. -
15 ἄτακτος
ἄτακτ-ος, ον,A not in battle-order, of troops, Hdt.6.93, Th.8.105 ([comp] Comp.).2 not at one's post, Lycurg.39.II undisciplined, disorderly,θόρυβος Th.8.10
;ποιεῖν τὴν πολιτείαν ἀτακτοτέραν Arist.Pol. 1319b15
; irregular,πυρετός Hp. Coac.26
;οὐδὲν ἄ. τῶν φύσει Arist.Ph. 252a11
;φθορὰ ἄ.
casual,Id.
HA 556a12; of sensual excess, irregular, inordinate, ἡδοναί, Ἀφροδίτη, Pl.Lg. 660b, 840e; in Music, without rhythm,μελῳδίαι Aristid.Quint. 1.13
; Medic., irregular,σφυγμός Gal.8.458
.3 Math., indeterminate, not admitting of a definite solution,Procl.
in Euc.p.220 F.B Adv. - τως in an irregular, disorderly manner, of troops,ἀ. καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες Th.3.108
;ἀ. διώκειν Id.2.91
;ἀτακτότερον προσπεσόντες Id.6.97
, cf. X.Cyr.1.4.22, Hell.Oxy.6.4;ἀ. φέρεσθαι Isoc.1.32
;οὐθὲν ἀ. θεῷ πράττεται Epicur.Ep.3p.65U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτακτος
-
16 ἄτακτος
ἄ-τακτος, ungeordnet, eigtl. von Soldaten, die nicht in Reih u. Glied stehen, nicht in Schlachtordnung aufgestellt sind; ohne Disziplin; ohne Teilnahme am Kampfe; der sich dem Kriegsdienste entzieht; regellos -
17 άτακτος
1) desultory2) disorderly3) naughtyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άτακτος
-
18 naughty
άτακτος -
19 çete
άτακτος στρατός, τσέτες -
20 gidi
άτακτος, περασμένος
См. также в других словарях:
άτακτος — άτακτος, η, ο και άταχτος, η, ο επίρρ. α 1. ο χωρίς τάξη, ο ακατάστατος, ο ανώμαλος: Η φοίτησή του στο σχολείο είναι άτακτη. 2. αυτός που δεν κρατά την τάξη που πρέπει, απειθάρχητος: Είναι πολύ άταχτος μαθητής. 3. αυτός που δεν ανήκει στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄτακτος — not in battle order masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
ἀτακτότερον — ἄτακτος not in battle order adverbial comp ἄτακτος not in battle order masc acc comp sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… … Dictionary of Greek
ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
ἀτακτοτέρων — ἄτακτος not in battle order fem gen comp pl ἄτακτος not in battle order masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτακτότατα — ἄτακτος not in battle order adverbial superl ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτακτότατον — ἄτακτος not in battle order masc acc superl sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτω — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάκτως — ἄτακτος not in battle order adverbial ἄτακτος not in battle order masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)