-
1 ἀσιτέω
2 have no appetite, Hp.Aph.2.32. -
2 ἀσιτία
2 want of appetite, Hp.Aph.7.6. -
3 ἄσιτος
См. также в других словарях:
τετραποδί — Α επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀσιτ ί)] … Dictionary of Greek