-
1 άσχιστος
-
2 ἄσχιστος
-
3 ἄσχιστος
ἄσχιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσχιστος
-
4 άσχιστον
-
5 ἄσχιστον
-
6 ασχίστως
-
7 ἀσχίστως
-
8 άσχιστα
-
9 ἄσχιστα
-
10 άσχιστοι
-
11 ἄσχιστοι
-
12 ασχίστοις
-
13 ἀσχίστοις
-
14 ασχίστου
-
15 ἀσχίστου
-
16 ασχίστους
-
17 ἀσχίστους
-
18 ασχίστω
-
19 ἀσχίστῳ
-
20 ασχίστων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄσχιστος — uncloven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσχιστος — και άσκιστος, η, ο (AM ἄσχιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή αρχ. (για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος … Dictionary of Greek
ἀσχίστως — ἄσχιστος uncloven adverbial ἄσχιστος uncloven masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχιστον — ἄσχιστος uncloven masc/fem acc sg ἄσχιστος uncloven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχίστοις — ἄσχιστος uncloven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχίστου — ἄσχιστος uncloven masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχίστους — ἄσχιστος uncloven masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχίστων — ἄσχιστος uncloven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχίστῳ — ἄσχιστος uncloven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχιστα — ἄσχιστος uncloven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχιστοι — ἄσχιστος uncloven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)