-
1 άστυτος
-
2 ἄστυτος
-
3 ἄστυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστυτος
-
4 ἄστῡτος
-
5 εὐν οῦχος
εὐν οῦχος, ὁ (Betthalter oder Betthüter, Diener u. Aufseher der Weiber, die verschnitten waren u. bes. in Asien als Vertraute der Fürsten oft zu großem Ansehen gelangten), der Verschnittene, Hämmling, Her. 8, 105; Xen. Cyr. 7, 5, 60 ff. u. A. – Auch von Thieren, Schol. Ap. Rh. 1, 587 u. Sp. – Von Früchten oder Pflanzen, die keinen Kern od. Saamen haben, φοίνικες, die auch ἀπύρηνοι genannt werden, Arist. bei Ath. XIV, 652 a; bei den Pythagoräern hieß so der Salat, id. II, 69 e (vgl. ἄστυτος). – Soph. frg. 880 sagt εὐνοῦχα ὄμματα, schlaflose, wache Augen, von VLL. εὔνεις, μὴ μετασχόντες ὕπνου erkl.
-
6 αστύτοις
-
7 ἀστύτοις
-
8 αστύτοισι
-
9 ἀστύτοισι
-
10 ἀστυάναξ
A lord of the city, epith. of certain gods, A. Supp. 1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. [full] Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.).II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυάναξ
-
11 ἀσύντατος
A v.l. for ἄστυτος in Xenarch.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύντατος
См. также в других словарях:
άστυτος — ἄστυτος, ον (AM) [στύω]. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος … Dictionary of Greek
ἄστυτος — impotent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύτοις — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύτοισι — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… … Dictionary of Greek
αστυσία — η (Α ἀστυσία) [άστυτος] έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα … Dictionary of Greek