Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄστυτος

См. также в других словарях:

  • άστυτος — ἄστυτος, ον (AM) [στύω]. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος …   Dictionary of Greek

  • ἄστυτος — impotent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστύτοις — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστύτοισι — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… …   Dictionary of Greek

  • αστυσία — η (Α ἀστυσία) [άστυτος] έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»