-
1 άστροφος
-
2 ἄστροφος
-
3 ἄστροφος
A without turning round or away, fixed,ὄμματα A.Ch.99
; ἀφέρπειν ἄ. go away without turning back, S.OC 490.II without strophe, Heph.Poëm.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστροφος
-
4 άστροφον
ἄστροφοςwithout turning round: masc /fem acc sgἄστροφοςwithout turning round: neut nom /voc /acc sg -
5 ἄστροφον
ἄστροφοςwithout turning round: masc /fem acc sgἄστροφοςwithout turning round: neut nom /voc /acc sg -
6 άστροφα
-
7 ἄστροφα
-
8 αστρόφοις
-
9 ἀστρόφοις
-
10 αστρόφοισιν
-
11 ἀστρόφοισιν
См. также в других словарях:
ἄστροφος — without turning round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστροφος — η, ο (Α ἄστροφος, ον) αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιος νεοελλ. αυτός που δεν έχει στριφτεί αρχ. 1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος 2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει… … Dictionary of Greek
ἄστροφον — ἄστροφος without turning round masc/fem acc sg ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρόφοις — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρόφοισιν — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστροφα — ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
астрофичность стиха — АСТРОФИ´ЧНОСТЬ СТИХА´ (от греч. ἄστροφος бесстрофный) свободное расположение в поэме, написанной метрическим стихом (или в длинном метрическом стихотворении), рифмованных строк, без соблюдения строфического единства в стихах. Астрофичны, например … Поэтический словарь