-
1 άστοχος
-
2 ἄστοχος
-
3 αστοχος
21) делающий промах, ошибающийся(τινος Plat.)
ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. — остаться без улова2) неверный, нелепый(ἄ. καὴ ψευδές κατηγορία Polyb.)
οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. — не быть лишенным остроумия -
4 άστοχος
η, ο [ος, ον ]1) не попавший в цель, промахнувшийся; 2) безрезультатный, безуспешный (о попытках и т. п.); 3) бесцельный, нецеленаправленный; 4) см. αστόχαστος 1 -
5 ἄστοχος
ἄστοχ-ος, ον,2 abs., aiming amiss, random,οὐκ ἀστόχου διανοίας Arist.HA 587a9
; aimless, absurd,Plb.
5.49.4; of a person, Phld.Ind.Sto.32. Adv.- χως
amiss,Alex.
116.14, Plb.1.74.2, Phld.Mort.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστοχος
-
6 ἄστοχος
-
7 άστοχον
-
8 ἄστοχον
-
9 αστόχως
-
10 ἀστόχως
-
11 ατοξος
-
12 άστοχα
-
13 ἄστοχα
-
14 άστοχοι
-
15 ἄστοχοι
-
16 αστόχοις
-
17 ἀστόχοις
-
18 αστόχου
-
19 ἀστόχου
-
20 αστόχους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄστοχος — missing the mark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστοχος — η, ο (AM ἄστοχος, ον) 1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία 2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος 3. ο άσκοπος, ο μάταιος νεοελλ. ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα») … Dictionary of Greek
άστοχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του: Οι βολές που είχαν ριχτεί ήταν άστοχες. 2. ανεπιτυχής, αδέξιος, άσκοπος: Κάνεις άστοχες ενέργειες. 3. αυτός που δεν αποδίνει καρπό, άκαρπος: Η φετινή χρονιά ήταν άστοχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχον — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc sg ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχοις — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχου — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστόχους — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχα — ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστοχοι — ἄστοχος missing the mark masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek