Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄστοχος

См. также в других словарях:

  • ἄστοχος — missing the mark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστοχος — η, ο (AM ἄστοχος, ον) 1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία 2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος 3. ο άσκοπος, ο μάταιος νεοελλ. ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα») …   Dictionary of Greek

  • άστοχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του: Οι βολές που είχαν ριχτεί ήταν άστοχες. 2. ανεπιτυχής, αδέξιος, άσκοπος: Κάνεις άστοχες ενέργειες. 3. αυτός που δεν αποδίνει καρπό, άκαρπος: Η φετινή χρονιά ήταν άστοχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχον — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc sg ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχοις — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχου — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχους — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχα — ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχοι — ἄστοχος missing the mark masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»