Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄστονον

См. также в других словарях:

  • ἄστονον — ἄστονος without sighs masc/fem acc sg ἄστονος without sighs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάγκροκος — μελάγκροκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι» (πρβλ. ανθό κροκος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»