-
1 άστονον
-
2 ἄστονον
-
3 μεγαλό-στονος
μεγαλό-στονος, von großen Seufzern, sehr zu beseufzen, πῆμα, Aesch. Prom. 411; Hesych. v. ἄστονον.
См. также в других словарях:
ἄστονον — ἄστονος without sighs masc/fem acc sg ἄστονος without sighs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγκροκος — μελάγκροκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι» (πρβλ. ανθό κροκος,… … Dictionary of Greek