Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄστομος

См. также в других словарях:

  • ἄστομος — speechless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστομος — η, ο (Α ἄστομος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στόμα 2. ο άφωνος, ο αμίλητος αρχ. 1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια 2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἀστομώτερον — ἄστομος speechless masc acc comp sg ἄστομος speechless neut nom/voc/acc comp sg ἄστομος speechless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστομωτέρων — ἄστομος speechless fem gen comp pl ἄστομος speechless masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστομον — ἄστομος speechless masc/fem acc sg ἄστομος speechless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστομώτατος — ἄστομος speechless masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόμοις — ἄστομος speechless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόμους — ἄστομος speechless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστομα — ἄστομος speechless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστομοι — ἄστομος speechless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»