-
1 άστεγον
-
2 ἄστεγον
-
3 ἄστεγος
-ος,-ον + A 0-0-1-2-0=3 Is 58,7; Prv 10,8; 26,28without roof, unsheltered, houseless Is 58,7ὁ ἄστεγος χείλεσιν he who is unguarded in his lips, he who is unable to keep his mouth shut Prv 10,8;στόμα ἄστεγον an unguarded mouth Prv 26,28
См. также в других словарях:
ἄστεγον — ἄστεγος without roof masc/fem acc sg ἄστεγος without roof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστεγος — η, ο (AM ἄστεγος, ον) αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία αρχ. αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγος < στέγη) … Dictionary of Greek