-
1 Ασσα
-
2 Ἄσσα
-
3 ἄσσα
ἄσσα, [dialect] Ion. for ἅτινα, neut. pl. of ὅστις, Il.10.208, al., Hdt.1.47, al.; [dialect] Att. [full] ἅττα Pl.Com.49, etc.II [full] ἄσσα, [dialect] Ion. for τινά, [dialect] Att. [full] ἄττα, something, some, Hom. only once, what sort,Od.
19.218;πόσ' ἄττα; Ar.Ra. 173
; δείν' ἄ. ib. 925;οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin. 6
, etc.: with numerals, δύ' ἄττα ὀνόματα, τρία ἄττα γένη, Pl.Sph. 255c, Ly. 216d: added to a temporal Conj.,πηνίκ' ἄττα.. ; Ar.Av. 1514
, etc. ( ἄσσα ([etym.] ἄττα ) arises from false division of groups like ὁποῖά σσα where σσα = τι-α, neut. pl. of τις, cf. Megarian σά.) -
4 άσσα
-
5 ασσά
-
6 ἀσσά
-
7 ἄσσα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄσσα
-
8 ἅσσα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅσσα
-
9 ἄσσα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄσσα
-
10 ἅσσα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅσσα
-
11 ἄσσα
Βλ. λ. άσσα -
12 ἅσσα
Βλ. λ. άσσα -
13 ἄττα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄττα
-
14 τινὰ (1)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > τινὰ (1)
-
15 ἅττα (1)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅττα (1)
-
16 ἅτινα (1)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅτινα (1)
-
17 Ατθ'
-
18 Ἄτθ'
-
19 Αττ'
-
20 Ἄττ'
См. также в других словарях:
Ἄσσα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσσά — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσσα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσσα — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στον Σιγγιτικό κόλπο. Εκεί προσέγγισε ο στόλος του Ξέρξη μόλις βγήκε από τον Άθω και στρατολόγησε διά της βίας όλους τους άντρες της. * * * (I) ἄσσα (ιων. τ. του τινά), αττ. ἄττα (Α) μερικά, κάμποσα. (II) ἅσσα (ιων. τ.… … Dictionary of Greek
ἅσσα — ὅστις that neut nom/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτθ' — Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg Ἄσσαι , Ἄσσα fem nom/voc pl Ἄσσᾱͅ , Ἄσσα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄττ' — Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg Ἄσσαι , Ἄσσα fem nom/voc pl Ἄσσᾱͅ , Ἄσσα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄττα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄττας — Ἄσσᾱς , Ἄσσα fem acc pl Ἄσσᾱς , Ἄσσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄσσης — Ἄσσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)