-
1 ασιτος
-
2 ἄσιτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄσιτος
-
3 άσιτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άσιτος
-
4 άσιτος
ος, ον ничего не евший, голодный -
5 ἄσιτος
не евший, без пищи, голодный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄσιτος
-
6 αποτος
21) негодный для питья(ὕδωρ Plat., Plut.)
2) содержащий негодную для питья воду(λίμνη Plut.)
3) ничего не пивший(ἄσιτος καὴ ἄ. Soph.)
4) не пьющий воды, не нуждающийся в питье(ὄνοι Her.; τὸ τεττιγων γένος Plat.; γαμψώνυχες Arst.)
-
7 ισχνος
31) сухой, высохший, засушенный(φυλλεῖα Arph.)
2) худой, тощий(ἰ. καὴ ἄσιτος Plat.; σῶμα Arst.; ἕξις Plut.)
ἰ. καὴ σφηκώδης Arph. — тонкий как оса;— худой, поджарый (κύνες Plat.)3) узкий(μέτωπον Arst.)
4) ( о голосе) тонкий, высокий5) рит. (о стиле) сухой, сжатый, скупой(λέξις Ἀττική Plut.)
-
8 777
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 777
См. также в других словарях:
άσιτος — ἄσιτος, ον (Α) ο νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἄσιτος — ἄσῑτος , ἄσιτος without food masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσιτος — η, ο αυτός που δεν πήρε τροφή, νηστικός: Για αρκετές μέρες είχαν μείνει στη θάλασσα άσιτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσίτως — ἀσί̱τως , ἄσιτος without food adverbial ἀσί̱τως , ἄσιτος without food masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσιτον — ἄσῑτον , ἄσιτος without food masc/fem acc sg ἄσῑτον , ἄσιτος without food neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] … Dictionary of Greek
ασιτία — η (AM ἀσιτία) [άσιτος] η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά αρχ. η έλλειψη όρεξης … Dictionary of Greek
ασιτώ — ἀσιτῶ ( έω) (Α) [άσιτος] 1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω) 2. δεν έχω όρεξη για φαγητό … Dictionary of Greek
κυαμοφαγία — κυαμοφαγία, ἡ (Α) το να τρώγει κανείς κυάμους, να τρέφεται με κουκιά («ἄσιτος πόρρω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + φαγία (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek
νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek