-
1 ασβεστος
I1) не гаснущий, неугасимый(φλόξ Hom.; λύχνος Plut.; πῦρ Anth.)
2) немеркнущий(κλέος Hom., Anth.; ἐργμάτων καλῶν ἀκτίς Pind.)
3) неослабевающий, несмолкающий(βοή, γέλως Hom.)
4) неукротимый(μένος Hom.)
5) непрекращающийся, неиссякающий(πόρος Ὠκεανοῦ Aesch.)
IIἥ (sc. τίτανος) негашеная известь Plut.ὅ предполож. асбест Plin. -
2 άσβεστος
I η1) известь;υδραυλική άσβεστος — цемент;
2) асбестάσβεστος2II, η, ο [ος, ον ]1) непогашенный; 2) неугасимый (тж. перен.) -
3 ἄσβεστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄσβεστος
-
4 άσβεστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άσβεστος
-
5 ἄσβεστος
неугасимый, негаснущий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄσβεστος
-
6 βοη
дор. βοά ἥ1) крик, вопль(β. ὀρώρει Hom.)
2) крик радости, шумное ликованиеλέγειν τινὴ βοάν Arph. — вызывать у кого-л. радостный крик
3) боевой клич(ἄσβεστος β. γένετο Hom.)
4) шум бояβοέν ἀγαθός Hom. — храбрый в бою
5) шум, гул, рев(κλαυθμοναὴ καὴ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.)
6) голос, звуки, пение(αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; ὄρνις ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.)
7) крик о помощи, зов, призыв(βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.)
8) вещее слово, прорицание(γυνέ ἀείδουσ΄ Ἕλλησι βοάς Eur.)
9) слово, речьὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. (ἕνεκεν Xen.) — только на словах, т.е. для виду
10) Aesch. = βοήθεια См. βοηθεια -
7 γελως
1) смех(ἄσβεστος Hom.; πολύς Xen.; ἰσχυρός Plat.; μῶρος Plut.)
γέλωτα (γέλων) παρέχειν Hom., Xen., τιθέναι Eur., κινεῖν Xen., ποιεῖν Xen., Plat. и παρασκευάζειν Plat. — возбуждать или вызывать смех;σὺν γέλωτι Xen., ἅμα γέλωτι Plat. и μετὰ γέλωτος Plut. — со смехом, смеясь;ἐπὴ γέλωτι Her., Arph. — для смеха, шутки ради;ἐν γέλωτι Plut. — в шутку;γέλωτ΄ ὀφλήσειν Arph. — навлечь на себя насмешки2) предмет насмешек, посмешищеγέλωτά τινα (τι) τίθεσθαι Her. или ἀποδεῖξαι Plat., εἰς (ἐς) γέλωτά τι τρέπειν Arph. или ἐμβαλεῖν Dem. и ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc. — сделать кого(что)-л. посмешищем, поднять кого(что)-л. на смех;
πλείων ἐστὴ γ. τοῦ μηδενός Dem. — смехотворнее этого нет ничего;γ. ἐγὼ γένωμαι τῷδε Soph. — он стал бы смеяться надо мной -
8 άσβηστος
η, ο см. άσβεστος II -
9 υδραυλικός
-
10 762
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 762
См. также в других словарях:
ἄσβεστος — unquenchable masc nom sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
άσβεστος — η βλ. ασβέστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄσβεστον — ἄσβεστος unquenchable masc acc sg ἄσβεστος unquenchable neut nom/voc/acc sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem acc sg ἄσβεστος unquenchable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστων — ἄσβεστος unquenchable fem gen pl ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστοιο — ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen sg (epic) ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστοις — ἄσβεστος unquenchable masc/neut dat pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστου — ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστους — ἄσβεστος unquenchable masc acc pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβέστῳ — ἄσβεστος unquenchable masc/neut dat sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)