Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄσαρκος

См. также в других словарях:

  • ἄσαρκος — without flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσαρκος — (I) η, ο (AM ἄσαρκος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός 2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ») αρχ. 1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας 2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀσαρκότερον — ἄσαρκος without flesh adverbial comp ἄσαρκος without flesh masc acc comp sg ἄσαρκος without flesh neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκότατα — ἄσαρκος without flesh adverbial superl ἄσαρκος without flesh neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκότατον — ἄσαρκος without flesh masc acc superl sg ἄσαρκος without flesh neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάρκως — ἄσαρκος without flesh adverbial ἄσαρκος without flesh masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσαρκον — ἄσαρκος without flesh masc/fem acc sg ἄσαρκος without flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκοτάτη — ἄσαρκος without flesh fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκοτέρη — ἄσαρκος without flesh fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκοτέρην — ἄσαρκος without flesh fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαρκοτέροις — ἄσαρκος without flesh masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»