-
1 άρτησις
-
2 ἄρτησις
-
3 ἄρτησις
II ([etym.] ἀρτάομαι) suspension, Papp.1044.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρτησις
-
4 προς-άρτησις
προς-άρτησις, ἡ, das Daranknüpfen, Daran- oder Daraufhängen, Hippocr.
-
5 συν-άρτησις
συν-άρτησις, ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang, καὶ κοινωνία S. Emp. adv. log. 2, 430.
-
6 κατ-άρτησις
κατ-άρτησις, ἡ, das Aufhängen?
-
7 δι-άρτησις
δι-άρτησις, ἡ, Trennung, das Nichtzusammenhangen, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 146, öfter.
-
8 ἀπ-άρτησις
ἀπ-άρτησις, ἡ, das Herabhangen, Clem. Al.
-
9 ἀν-άρτησις
ἀν-άρτησις, ἡ, das Verbindlichmachen, Verbindlichkeit.
-
10 ἐξ-άρτησις
ἐξ-άρτησις, ἡ, das Daranhängen, der Zusammenhang, τῶν ἐμβρύων ἐξ αὐτῆς ἐστι τῆς ὑστέρας Arist. H. A. 3, 1; Sp.
-
11 αρτήσεις
ἄρτησιςequipment: fem nom /voc pl (attic epic)ἄρτησιςequipment: fem nom /acc pl (attic)ἀρτάωfasten to: aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)ἀρτάωfasten to: fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ρτήσεις, ἀρτάωfasten to: futperf ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
12 ἀρτήσεις
ἄρτησιςequipment: fem nom /voc pl (attic epic)ἄρτησιςequipment: fem nom /acc pl (attic)ἀρτάωfasten to: aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)ἀρτάωfasten to: fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ρτήσεις, ἀρτάωfasten to: futperf ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
13 απαρτησις
-
14 διαρτησις
-
15 εξαρτησις
- εως ἥ связь, соприкосновение, соединение(πρός τι Arst.)
τέν ἐξάρτησιν ἔχειν τινί и ἔκ τινος Arst. — быть соединенным с чем-л. -
16 συναρτησις
- εως ἥ1) соединение, связь(τῶν φλεβῶν καὴ νεύρων Arst.)
μηδεμίαν ἔχειν κοινωνίαν καὴ συνάρτησιν Sext. — не иметь ничего общего и не находиться ни в какой связи2) грам. словосочетание -
17 άρτησιν
-
18 ἄρτησιν
-
19 αρτήσεως
-
20 ἀρτήσεως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄρτησις — equipment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτησις — (I) ἄρτησις, η (Α) [αρτώ] η εξάρτηση, το κρέμασμα. (II) ἄρτησις, η (Α) [αρτέομαι] τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός … Dictionary of Greek
ἀρτήσεις — ἄρτησις equipment fem nom/voc pl (attic epic) ἄρτησις equipment fem nom/acc pl (attic) ἀρτάω fasten to aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀρτάω fasten to fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ρτήσεις , ἀρτάω fasten to futperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτησιν — ἄρτησις equipment fem acc sg ἀρτάω fasten to pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… … Dictionary of Greek
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
ἀρτήσεως — ἀρτήσεω̆ς , ἄρτησις equipment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)