Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἄρσην

См. также в других словарях:

  • ἅρσην — ἄρσην , ἄρσην NT masc/fem nom/voc sg ἔρσην , ἄρσην NT masc/fem nom/voc sg (ionic) ἄρσην , ἄρσης NT masc acc sg (attic epic ionic) ἄρσην , ἄρσος neut acc sg ἔρσην , ἔρσα dew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρσην — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσην — NT masc/fem nom/voc sg ἄρσης NT masc acc sg (attic epic ionic) ἄρσος neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… …   Dictionary of Greek

  • ἄρρενα — ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (attic) ἄρσην NT masc/fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσενα — ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσην NT masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρσενα — ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (ionic) ἄρσην NT masc/fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρένων — ἄρσην NT gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσένων — ἄρσην NT gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρεν — ἄρσην NT neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρενας — ἄρσην NT masc/fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»