Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄρο-τρον

См. также в других словарях:

  • κάρτρα — κάρτρα, τὰ (Α) κάρθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ κάρ ην, + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, θέρε τρον)] …   Dictionary of Greek

  • λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… …   Dictionary of Greek

  • θέριστρον — θέριστρον, το (Α) 1. το θερίστριον* 2. δρεπάνι, θεριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, ζύγασ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… …   Dictionary of Greek

  • κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον …   Dictionary of Greek

  • σήστρον — τὸ Α λεπτό κόσκινο, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω» + επίθημα τρον (πρβλ. ἄρο τρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»