-
1 Άράτυος
Grammatical information: m.Meaning: Locrian month name = november (- december) SIG2 855.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. A suggestion is: from *Άράτυια n. pl. `feast of plowing', from ἀρα-τύς, το ἀρό-ω `plow'; on the α cf. Cret. ἄρα-τρον = ἄρο-τρον. Schwyzer, Glotta 12, 1f.; also Benveniste, Noms d'agent 73.Page in Frisk: 1,129Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άράτυος
-
2 ἄροτρον
1 ploughἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224
σπασσάμενος δ' ἄρο̆τρον P. 4.234
ἐν δ' ἀρότρῳ βοῦς fr. 234. 2.
См. также в других словарях:
κάρτρα — κάρτρα, τὰ (Α) κάρθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ κάρ ην, + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, θέρε τρον)] … Dictionary of Greek
λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… … Dictionary of Greek
θέριστρον — θέριστρον, το (Α) 1. το θερίστριον* 2. δρεπάνι, θεριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, ζύγασ τρον)] … Dictionary of Greek
λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… … Dictionary of Greek
κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον … Dictionary of Greek
σήστρον — τὸ Α λεπτό κόσκινο, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω» + επίθημα τρον (πρβλ. ἄρο τρον)] … Dictionary of Greek