Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄριστος

  • 21 гость

    -я, γεν. πλθ. -ей.
    1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•

    идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•

    быть в -ях φιλοξενούμαι•

    незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•

    желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•

    почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•

    вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.

    || ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.
    2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.
    3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).
    εκφρ.
    из -ей прийти (вернутьсяκ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•
    в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ.

    Большой русско-греческий словарь > гость

  • 22 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 23 круглый

    επ., βρ: кругл, кругла, кругло;
    1. στρογγυλός•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    -ая шляпа στρογγυλό καπέλο.

    || πλήρης, γεμάτος• χοντρός•

    круглый мужчина γεμάτος άντρας•

    -ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.

    2. ολόκληρος, όλος•

    круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•

    круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•

    -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

    3. πλήρης• μεγάλης ολκής•

    -дурак πέρα για πέρα βλάκας•

    -ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).

    εκφρ.
    отличный
    -ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• -
    -ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•
    -ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•
    круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•
    за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•
    делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•
    учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια).

    Большой русско-греческий словарь > круглый

  • 24 куда

    επίρ.
    1. ερωτ. που; προς τα που; για που;•

    куда вы идёте? που πηγαίνετε;•

    куда ты спешишь? για που βιάζεσαι;

    2. ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό;•

    куда вам столько денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά;

    3. αναφ. όπου•

    куда назначат, туда и поеду όπου με διορίσουν, εκεί και θα πάω•

    куда ни... όπου και να... куда ни спрятался... όπου και να κρύφτηκε... куда бы ни было όπου και να ήτανε.

    4. (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύγκριτα, πολύ•

    куда лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα).

    5. πολύ, κατά πολύ. || αλλού•

    куда можно куда нельзя αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται.

    || (αντίρρηση ή αδύνατο)•

    везде грязь куда тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ!

    εκφρ.
    куда Макар телят не гонял – πολύ μακριά, στου διαβόλου τη μάνα•
    хоть куда – (απλ.) λαμπρός, άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > куда

  • 25 меткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко.
    1. εύστοχος, πετυχημέμος•

    меткий стрелок άριστος σκοπευτής•

    -ая пуля εύστοχη σφαίρα•

    меткий выстрел εύστοχος πυροβολισμός•

    -ое ружьё εύστοχο όπλο.

    2. μτφ. ακριβής•

    -ое слово πετυχημένη λέξη•

    -ое определение ακριβής καθορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > меткий

  • 26 мировой

    επ.
    1. του σύμπαντος•

    -ое пространство το διάστημα.

    2. παγκόσμιος•

    -ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•

    -ая война παγκόσμιος πόλεμος•

    в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.

    3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•

    -ая вещь υπέροχο πράγμα.

    εκφρ.
    - ая скорбьπαλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).
    επ.
    1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•

    -ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.

    2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.
    3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•

    предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•

    пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•

    подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.

    εκφρ.
    мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•
    мировой судьяβλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο.

    Большой русско-греческий словарь > мировой

  • 27 наилучший

    επ. υπερθ. β. ο πιο καλός, ο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος•

    товар -его качества εμπόρευμα άριστης ποιότητας•

    наилучший способ ο καλύτερος τρόπος•

    -им образом με τον καλύτερο τρόπο.

    εκφρ.
    всего -его – (ευχή σε αναχωρούντα) στο καλό (ευχή σε επιστολή) παν ποθητόν.

    Большой русско-греческий словарь > наилучший

  • 28 оптимальный

    επ. (γραπ. λόγος) ο πιο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος, ο ευνοϊκότερος•

    -ые условия ιδανικές συνθήκες•

    -ая температура для растений η καλύτερη θερμοκρασία για τα φυτά.

    Большой русско-греческий словарь > оптимальный

  • 29 отличник

    α.
    -ца, -ы θ.
    αριστούχος, -α, άριστος, -η.

    Большой русско-греческий словарь > отличник

  • 30 отличный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. διαφορετικός, διάφορος, άλλος, αλλιώτικος•

    со-вершнно -ые характеры τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες•

    -ое от прежнего решение διαφορετική απόφαση από την προηγούμενη.

    2. άριστος, υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος.

    Большой русско-греческий словарь > отличный

  • 31 пятёрка

    θ.
    1. ο αριθμός 5. || αριθμός τραμ, λεωφορείου κ.τ.τ. || πεντάδα•

    лучшая пятёрка пловцов η καλύτερη πεντάδα κολυμβητών.

    2. το πεντάρι (ο άριστος σχολικός βαθμός).
    3. πεντάρι στο παιγνιόχαρτο κ.τ.τ.
    4. τάληρο, νόμισμα πέντε ρουβλιών.

    Большой русско-греческий словарь > пятёрка

  • 32 пятёрочник

    α.
    -ца, -ы θ.
    άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια.

    Большой русско-греческий словарь > пятёрочник

  • 33 туз

    -а, αιτ.α.
    1. ο άσος (παιγνιόχαρτο)•

    пиковый туз ο άσος μπαστούνι•

    червонный туз ο άσος κούπα.

    2. μτφ. ο κορυφαίος, ο σκηπτούχος, ο ύπατος. || ο άριστος, ο πρωταθλητής.
    εκφρ.
    бубновый туз – διακριτικό των κατάδικων (από κόκκινο ή κίτρινο κομμάτι υφάσματος στη ράχη).
    α.
    βάρκα δίκωπη.
    α.
    дать туз δίνω δυνατή γροθιά.

    Большой русско-греческий словарь > туз

  • 34 Best

    adj.
    P. and V. ριστος, βέλτιστος, κρτιστος, V. φέρτατος, λῷστος (used in Plat., but rare P.), βέλτατος (rare), ἔξοχος. Vocative, also V. φέριστε (used once in Plat.).
    Fairest: P. and V. κάλλιστος.
    Be best, v.: V. πρεσβεύειν (Soph., Ant. 720).
    We will do our best to prevent it: P. οὐ περιοψόμεθα κατὰ τὸ δυνατόν (Thuc. 1, 53).
    The fort was built in the best part of the country for committing depredations: P. ἐπὶ τῆς χώρας τοῖς κρατίστοις εἰς τὸ κακουργεῖν ὠδοκομεῖτο τὸ τεῖχος (Thuc. 7, 19).
    Have the best of it: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.
    To the best of one's ability: P. κατὰ δύναμιν. best, adv. P. and V. ριστα, βέλτιστα, κάλλιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Best

  • 35 Peerless

    adj.
    P. and V. ριστος, θαυμαστός, ἐξαίρετος, ἔκκριτος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος.
    Peerless in beauty: V. κάλλει περφέρων.
    Peerless beauty, subs.: V. καλλίστευμα, τό.
    Unsurpassed: P. ἀνυπέρβλητος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Peerless

  • 36 Possible

    adj.
    P. and V. δυνατός.
    Feasible: V. νυστός.
    It is possible: P. and V. πρεστι, πρα, ἔνεστι, ἔνι, ἔξεστι, Ar. and P. ἐκγίγνεται, ἐγγίγνεται, P. ἐγχωρεῖ.
    Be possible: P. ἐνδέχεσθαι.
    As fast as possible: P. and V. ὡς τχιστα.
    As good as possible: P. ὅτι ἄριστος.
    As far as possible: P. εἰς τὸ δυνατόν, κατὰ δύναμιν, P. and V. ὅσον δυνατόν, V. ὅσον μλιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Possible

  • 37 excellent

    1) άριστος
    2) εξαίσιος

    English-Greek new dictionary > excellent

  • 38 superb

    1) άριστος
    2) θαυμάσιος
    3) καταπληκτικός

    English-Greek new dictionary > superb

См. также в других словарях:

  • Ἄριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄριστος — best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καμπάνης, Άριστος — (Αθήνα 1883 – 1956). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… …   Dictionary of Greek

  • ἀριστότερον — ἄριστος best adverbial comp ἄριστος best masc acc comp sg ἄριστος best neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστω — Ἄριστος masc nom/voc/acc dual Ἄριστος masc gen sg (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστως — ἄριστος best adverbial ἄριστος best masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤριστος — ἄριστος , ἄριστος best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»