-
1 αρις
-
2 αρίς
-
3 αριν
-
4 αρινος
-
5 αρρις
См. также в других словарях:
ἀρίς — bow drill fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίς — Όρμος της χερσονήσου του Σινά, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από το Πορτ Σάιντ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρινοκόλουρα που ονομάστηκε έτσι επειδή πολλοί κάτοικοί της είχαν κομμένες τις μύτες για διάφορα αδικήματα. Το 219 π.Χ. εκεί έγινε η μάχη… … Dictionary of Greek
Ἄρις — Ἄρῑς , Ἄρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄρις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άρις — Sp Ãris Ap Άρις/Aris L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἄρι — Ἄρις fem voc sg Ἄρῑ , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρί — ἀρίς bow drill fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδα — ἀρίς bow drill fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδας — ἀρίς bow drill fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδες — ἀρίς bow drill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδι — ἀρίς bow drill fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδος — ἀρίς bow drill fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)