-
61 θηλυκτονος
-
62 θουρος
-
63 θρασυμητις
-
64 καρτεροχειρ
-
65 κατερειπω
Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)1) разрушать, сокрушать(κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὴ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.)
2) губить(τινά Plut.)
3) (с aor. 2) рушиться, погибать(τεῖχος κατερήριπεν Hom.)
κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. — он утонул -
66 κελαινεγχης
-
67 κρατερος
3(дор. gen. pl. f κρατερᾶν)(= καρτερός)
1) сильный, мощный, могучий(Ἄρης, λέων, χεῖρες Pind.)
2) могущественный, неодолимый(Μοῖρα, ἀνάγκη Hom.)
3) жестокий, суровый(ὑσμίνη, βίη, ἔργα Hom.)
4) крепкий, прочный(βέλος, τόξον, δεσμοί Hom.; γυιοπεδαι Aesch.)
5) жесткий, твердый(χῶρος Hom.; σίδηρος Hes.)
6) сильный, бурный(ἔρις, μένος Hom.)
7) резкий, острый, мучительный(ἄλγεα, πένθος Hom.)
8) грозный, злобный, злой(μῦθος Hom.)
-
68 λαοδαμας
-
69 λαοσσοος
-
70 λευκηρετμος
-
71 λιθολευστος
21) побитый камнями(ὑπό τινος Diod.)
λιθόλευστον ποιεῖν τινα Plut. — побить кого-л. камнями2) вызванный побиением камнямиλ. ἄρης Soph. — смерть через побиение камнями
-
72 λοιγος
Iὅ (по)гибель, уничтожение, беда Hom., Pind., Aesch.II2несущий гибель, губительный(Ἄρης Anth.)
-
73 λωτιζομαι
срывать (себе) цветы, перен. отбирать для себя лучшееἌρης οὐδὲν τῶν κακῶν λωτίζεται Soph. погов. — Арей не выбирает себе (жертвы) из худшего;
τὰ θυμηδέστατα πάρεστι, λωτίσασθε Aesch. — вот лучшее, выбирайте -
74 μαλερος
-
75 μαχλος
-
76 μελας
μέλαινα, μέλᾰν, gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος1) черный(ναῦς, γαῖα Hom.; πέπλοι Eur.; καπνός Aesch.)
; темный(νύξ Aesch.; κῦμα Hom.; αἷμα Soph.)
; темно-красный(οἶνος Hom.)
2) окутывающий тьмой(ἄχεος νεφέλη, νέφος θανάτοιο, θάνατος Hom.)
3) мрачный, жестокий(Ἄρης, Ἐρινύς Aesch.; φόνος Pind.)
4) зловещий, несчастный(ὄναρ Aesch.; ἡμέραι Plut.)
5) глухой, тусклый(φωνή Arst.)
6) загадочный, темный(ἱστορίη Anth.)
7) бессовестный, гнусный(ἄνθρωποι Plut.)
-
77 μιαιφονος
21) обагренный кровью, запятнанный убийством(χεῖρες Eur.; γάμοι Soph.; ἐξώλης καί μ. Plut.)
τέκνυιν μ. Eur. — детоубийца2) кровожадный(Ἄρης Hom.; τυραννίς Her.)
-
78 μυριοναυς
-
79 οβριμοθυμος
-
80 οβριμος
21) могучий, мощный(Ἄρης, Ἀχιλλεύς, Ἕκτωρ Hom.)
2) огромный, тяжелый(λίθος, ἔγχος, ἄχθος Hom.)
3) бурный, неистовый(ὕδωρ Hom.; μῖσος Aesch.)
См. также в других словарях:
Ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) Ἄρις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα … Dictionary of Greek
Ἀρῆς — Ἀρεύς masc nom pl Ἀρεύς masc nom/voc pl Ἀρή fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρῆς — ἀ̱ρῆς , ἀείρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρά prayer fem gen sg (epic ionic) ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (epic ionic) αἴρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρῃς — ἄ̱ρῃς , αἴρω attach aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιχασ(ι)άρης — α, ικο, Ν αυτός που σιχαίνεται εύκολα ή σε υπερβολικό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχασ(ι)ά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] … Dictionary of Greek
Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… … Dictionary of Greek
καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] … Dictionary of Greek