-
1 ἄρδα
Grammatical information: f.Meaning: `dirt' (Pherekr. 53).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Connection with ἄ̄ρδω `benetzen' is impossible because of the short ἀ- in ἄρδα. The ending has been explained as -ρδι̯ᾰ (\> -ρzδᾰ \> - ρδᾰ) or with secondary shortening from -η, Schwyzer 476 sub 6. Fur. 391f compares δάρδα· μόλυσμα and δαρδαίνει μολύνει H., with δ\/zero? the glosses cannot be ignored. Is it simply loss of δ- through dissimilation, or does it point to a substr. word? (Wrong vW.)Page in Frisk: 1,134Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρδα
-
2 ἄρδα
-
3 λίγδην
Grammatical information: adv.Meaning: `superficially touching, grazing' (χ 278), ἐπιλίγδην `id.' (P 599), cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 141.Derivatives: λίγδος m. `mortar' (Nic., also S. Fr. 35?), `earthenware form, funnel, clay mould v. t.' (Poll., Ael. Dion., H.), `lye' (Eust.), λίγδα ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία H. - Denomin. verb λιγδεύει ἀπηθεῖ H.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: With λίγδα cf. ἄρδᾰ, ἔπιβδᾰ and Solmsen Wortforsch. 269. The suffixal agreement between the adv. λίγ-δην and the subst. λίγ-δος, - δα is not accidental (cf. Chantraine Form. 360); priority is of the adverb. Note further the phonetic similarity between λίγδος, of which the semantic connection with λίγδην is not immediately clear ("Reibstein [rubbing stone]" Prellwitz), and the synonymous ἴγδις, s. v. - As basis Eust. 1926, 37 assumes a further unattested verb λίζω (formed ad hoc? (" ὡς ἀπὸ τοῦ λίζειν, λέξεως ὠνοματοπεποιημένης"); from Celtic and Germanic a verb is adduced with the original meaning `smear, glide etc.': OIr. ( fo)sligim `smear', also `beat' (from *'brush'), OHG slīhhan ' schlei-chen' (= `go gliding'); further several nouns, e.g. OIr. slige `comb', OWNo. slīkr `smooth', slīkisteinn `rubbing stone'; also from Slavic, e.g. Russ. slízkij `slippery, slimy'. - More forms in WP. 2, 390f., Pok. 663f., W.-Hofmann s. līma, Vasmer Wb. 2, 661. Cf. λισσός.Page in Frisk: 2,121Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίγδην
См. также в других словарях:
άρδα — ἄρδα, η (Α) η λέρα, η βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. είναι η σύνδεση με το ρ. ἄρδω (παρά το αρχικό ᾰ τού ἄρδᾰ). Ο τ. προέρχεται είτε από ἄ ρδιᾰ (> ἀρτδᾰ > ἄρδᾰ) είτε από ἄρδη με υστερογενή βράχυνση του η σε ᾰ] … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
рель — I I, род. п. и перекладина; козлы; гребень, гряда; виселица , с. в. р., вост. русск. (Даль), также шест , мн. рели качели , ряз. (Даль), воронежск. (ЖСт., 15, 1, 121), релья ж. качели , ряз. (Даль), укр. реля ж. качели , обычно мн. релi.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] … Dictionary of Greek
ορεστίας — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… … Dictionary of Greek
ορεστιάς — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… … Dictionary of Greek
Άρζος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ., 209 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άρδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… … Dictionary of Greek
Καραγάτς — (Karagats). Προάστιο της Αδριανούπολης στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου, στο σημείο όπου αυτός ενώνεται με τους μεγάλους παραπόταμούς του, Άρδα και Τούντζα. Η ονομασία του οφείλεται στο ομώνυμο δέντρο που… … Dictionary of Greek
Μαράσια — Οικισμός (υψόμ. 40 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή του ποταμού Άρδα με τον Έβρο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου … Dictionary of Greek