Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἄρδᾰ

См. также в других словарях:

  • άρδα — ἄρδα, η (Α) η λέρα, η βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. είναι η σύνδεση με το ρ. ἄρδω (παρά το αρχικό ᾰ τού ἄρδᾰ). Ο τ. προέρχεται είτε από ἄ ρδιᾰ (> ἀρτδᾰ > ἄρδᾰ) είτε από ἄρδη με υστερογενή βράχυνση του η σε ᾰ] …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • рель — I I, род. п. и перекладина; козлы; гребень, гряда; виселица , с. в. р., вост. русск. (Даль), также шест , мн. рели качели , ряз. (Даль), воронежск. (ЖСт., 15, 1, 121), релья ж. качели , ряз. (Даль), укр. реля ж. качели , обычно мн. релi.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] …   Dictionary of Greek

  • ορεστίας — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… …   Dictionary of Greek

  • ορεστιάς — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… …   Dictionary of Greek

  • Άρζος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ., 209 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άρδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Καραγάτς — (Karagats). Προάστιο της Αδριανούπολης στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου, στο σημείο όπου αυτός ενώνεται με τους μεγάλους παραπόταμούς του, Άρδα και Τούντζα. Η ονομασία του οφείλεται στο ομώνυμο δέντρο που… …   Dictionary of Greek

  • Μαράσια — Οικισμός (υψόμ. 40 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή του ποταμού Άρδα με τον Έβρο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»