-
1 αργήεις
-
2 ἀργήεις
-
3 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν, glänzend, weißschimmernd, μαστός Pind. P. 4, 8 (s. ἀργᾶς); κεραυνός Luc. Tim. 1; ἔλαιον Nic. Al. 98, durchsichtig, wofür aber Th. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. Arg. 125, wofür 685 ἀργῆσιν, erinnert an ἀργεστής. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα κέλευϑα Opp. Cyn. 2. 140.
-
4 αργηεις
-
5 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν: [dialect] Dor. [full] ἀργάεις, [var] contr. [full] ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—A white, shining,ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69
; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι)μαστῷ Id.P.4.8
; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag. 115 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργήεις
-
6 ἀργήεις
ἀργήεις, glänzend, weißschimmernd; durchsichtig -
7 ὑπ-αργήεις
ὑπ-αργήεις, ήεσσα, ῆεν, = ὑπόλευκος, Nic. Th. 663.
-
8 αργαεις
-
9 αργαεντι
-
10 αργάντα
-
11 ἀργᾶντα
-
12 αργάεντα
ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: neut nom /voc /acc pl (doric)ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: masc acc sg (doric) -
13 ἀργάεντα
ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: neut nom /voc /acc pl (doric)ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: masc acc sg (doric) -
14 αργήεντα
-
15 ἀργήεντα
-
16 ἀμπελόεις
ἀμπελόεις, εσσα, εν, wein-, rebenreich, Hom. viermal, Iliad. 2, 561 ἀμπελόεντ' Ἐπίδαυρον, 3, 184 Φρυγίην ἀμπελόεσσαν, 9, 152. 294 Πήδασον ἀμπελόεσσαν; – πεδίον Pind. I. 7, 49; Theogn. 762; Nonn. – Nic. Alex. 266 vrbdt ἀμπελόεις ἕλικας, wo es acc. plur. ist, vgl. ἀργήεις.
-
17 αργας
-
18 αργης
I.(δημός, ἑανός Hom.; κεραυνός Hom., Arph., Arst.; μαλλός Aesch.; Κολωνός Soph.)
II.- οῦ, дор. ἀργᾶς -ᾶ ὅ арг (род змеи, тж. ирон. прозвище Демосфена) Aeschin., Plut.III.ῆσσα, ῆν стяж. к ἀργήεις -
19 αργάντας
-
20 ἀργᾶντας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
ἀργήεις — white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντας — ἀργήεις white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντες — ἀργήεις white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντος — ἀργήεις white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσα — ἀργήεις white fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσιν — ἀργήεις white masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina … Википедия