-
21 αργός
{прил., 8}1. бездеятельный, не имеющий работы;2. ленивый, праздный, ничего не делающий;3. непроизводительный, безуспешный, бесплодный.Ссылки: Мф. 12:36; 20:3, 6; 1Тим. 5:13; Тит. 1:12; 2Пет. 1:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αργός
-
22 Άργός
το г. Аргос (Пелопоннес) -
23 άργος
ο бдительный, неусыпный страж, аргус -
24 αργός
η, ό[ν]1) безработный; неработающий; 2) бездеятельный; бездельный, праздный; 3) потерянный (о времени); 4) мёртвый (о капитале); 5) необработанный; непереработанный;αργό πετρέλαιο — нефть;
6) невспаханный (о поле);7) медленный, медлительный; ленивый; 8) временно отстранённый от службы (о военном, священнике) -
25 ἀργός
1. бездеятельный, не имеющий работы; 2. ленивый, праздный, ничего не делающий; 3. непроизводительный, безуспешный, бесплодный; син. βραδύς, νωθρός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀργός
-
26 ἀργός
2 ленивый -
27 Ἄργος
1) Арг (Аргус) (мифическое существо, всё тело которого усеяно было глазами) 2) Аргос (< столица Арголиды в Пелопоннесе>) -
28 αργός
[аргос] εκ. праздный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αργός
-
29 ἀργός
-ή,-όν + A 0-1-0-0-3=4 1 Kgs 6,7; Wis 14,5; 15,15; Sir 37,11idle, lazy Sir 37,11; idle, sterile Wis 14,5; slow Wis 15,15; unworked, crude 1 Kgs 6,7 Cf. SPICQ 1978a, 142; →TWNT -
30 αργός
[аргос] επ праздный. -
31 αργός
1) brut2) lent -
32 αργός
powolny przym. -
33 αργός
1) pomalý2) zdlouhavý -
34 αργός
1) late2) tardyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αργός
-
35 αργός σίδηρος
οRoheisen n -
36 λίτ-αργος
λίτ-αργος, von den VLL. schnell erkl. u. vom Schol. Ar. Nubb. 1234 von λίτη, = ϑύρα, u. ἀργός abgeleitet, was höchstens auf ἀπολιταργίζω paßt. Andere denken an λι-ἀργός.
-
37 πόδ-αργος
πόδ-αργος, schnellfüßig (Andere erkl. weißfüßig, vgl. πόδας ἀργοί unter ἀργός); Lycophr. 166; Nicarch. 7 (V, 39). S. nom. pr.
-
38 πελ-αργός
-
39 στόμ-αργος
στόμ-αργος, = στόμαλγος, στομαλγής; Aesch. Spt. 429; Soph. El. 597; τὴν σὴν στόμαργον γλωσσαλγίαν, Eur. Med. 525; Suid. erkl. φλυαρός; entweder von ἀργός od. μάργος abzuleiten, od. richtiger als att. Buchstabenvertauschung zu betrachten; vgl. γλώσσαλγος.
-
40 πύγ-αργος
πύγ-αργος, Weißsteiß, eine Adlerart, Arist. H. A. 6, 6; auch eine Antilopenart, unter libyschen Thieren genannt, Her. 4, 192; – Soph. frg. 932 brauchte es nach E. M. auch für δειλός, als Ggstz von μελάμπυγος.
См. также в других словарях:
ἀργός — 1 shining masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργος — neut nom/voc/acc sg Ἄργος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
αργός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χωρίς δουλειά: Αρκετούς μήνες τώρα ήταν αργός. 2. βραδυκίνητος, νωθρός: Σ όλα του ήταν πολύ αργός. 3. (εκκλησ.), ο τιμωρημένος με αργία ιερέας: Ο δεσπότης τον είχε κάνει αργό για τρεις μήνες. 4. ακαλλιέργητος: Το χωράφι ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άργος — Sp Árgas Ap Άργος/Argos L sen. gr. polis ir dab. mst. P Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Sp Árgas Orèstikas Ap Άργος Ορεστικό/Argos Orestiko L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους … Dictionary of Greek
Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… … Dictionary of Greek
ἀργότερον — ἀργός 1 shining adverbial comp ἀργός 1 shining masc acc comp sg ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground adverbial comp ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground masc acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)