-
1 Argus
Ἄργος, -ου, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Argus
-
2 arhoz
Αργός -
3 lent
αργός -
4 pomalý
αργός -
5 powolny
αργός -
6 Argos
Ἄργος, τό.From Argos.: V. Ἀργόθεν.The Argives: Ἀργεῖοι, οἱ, in V. use also Πελασγοί, οἱ. Δαναίδαι, οἱ, Μυκηναῖοι, οἱ.Argive, adj.: Ἀργεῖος.In V. use also Πελασγός, Πελασγικός. fem. adj., Ἀργολίς, -ίδος.Argolic: ἡ Ἀργεία, or ἡ Ἀργολίς, -ίδος, V. also Πελασγία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Argos
-
7 yavaş
αργός, βραδύς, σιγανός -
8 медленный
-
9 аргус
-а α.άργος, άγρυπνος φρουρός (από το μυθικό πρόσωπο Αργος ο ανόπτης). || είδος φασιανού. -
10 Undone
adj.P. and V. ἀγένητος, V. ἀργός, P. ἄπρακτος.Untouched, not put in hand: P. ἀργός (Plat., Euthy. 272A).Be undone, be ruined: P. and V. ἀπολωλέναι (2nd perf. of ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (2nd perf. of ἐξολλύναι) (Plat.), σφάλλεσθαι, οἴχεσθαι (Plat.), φθείρεσθαι, V. διόλλυσθαι, ὀλωλέναι (2nd perf. of ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. of διαπορθεῖν), διαπεπράχθαι (perf. pass. of διαπράσσειν), ἐξειργάσθαι (perf. pass. of ἐξεργάζεσθαι), ἐξεφθάρθαι (perf. pass. of ἐκφθείρειν). ἔρρειν (rare P.), Ar. and V. διοίχεσθαι, οὐκέτʼ εἶναι, οὐδὲν εἶναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undone
-
11 бут
ο ακατέργαστος/αργός λίθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бут
-
12 веркблей
ο αργός μόλυβδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веркблей
-
13 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
14 Аргос
г. Άργος το -
15 бездеятельный
бездеятельн||ыйприл ἀδρανής, ἀργός. -
16 замедленный
замедленн||ый1. прич. от замедлить·2. прил ἀργός, βραδυκίνητος:бомба \замедленныйого действия ἡ ἐγκαιροφλεγής βόμβα. -
17 медленный
медленн||ыйприл ἀργός, σιγανός, βραδύς, βραδυκίνητος:вариться (или жариться) на \медленныйом огне σιγοβράζω, σιγοψήνομαι. -
18 медлительный
медли́тельн||ыйприл βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:\медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος. -
19 околачиваться
околачиватьсянесов разг σουλατσάρω, περιφέρομαι ἀργός. -
20 праздношатающийся
праздношатающийсям разг ὁ ἀργόσχολος, ὁ ἀργός, ὁ τεμπέλης.
См. также в других словарях:
ἀργός — 1 shining masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργος — neut nom/voc/acc sg Ἄργος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
αργός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χωρίς δουλειά: Αρκετούς μήνες τώρα ήταν αργός. 2. βραδυκίνητος, νωθρός: Σ όλα του ήταν πολύ αργός. 3. (εκκλησ.), ο τιμωρημένος με αργία ιερέας: Ο δεσπότης τον είχε κάνει αργό για τρεις μήνες. 4. ακαλλιέργητος: Το χωράφι ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άργος — Sp Árgas Ap Άργος/Argos L sen. gr. polis ir dab. mst. P Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Sp Árgas Orèstikas Ap Άργος Ορεστικό/Argos Orestiko L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους … Dictionary of Greek
Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… … Dictionary of Greek
ἀργότερον — ἀργός 1 shining adverbial comp ἀργός 1 shining masc acc comp sg ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground adverbial comp ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground masc acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)