-
1 απονος
21) беспечальный, безмятежный(χάρμα Pind.; οἶκος Aesch.; τύχη Soph.)
2) безболезненный, легкий(θάνατος Plat.)
; не причиняющий страданий(αἱμορροΐδες Arst.)
3) движущийся без усилий(οὐρανός Arst.)
4) бездеятельный, праздный, ленивый(πρός τι Plat.; ἀ. καὴ μαλακός Xen.)
-
2 άπονος
η, ο [ος, ον]1) безжалостный, бесчувственный, жестокий; 2) безболезненный; 3) лёгкий, неутомительный -
3 Ο ξένος πόνος άπονος
• Чужое горе вполовину горевать• Чужая слеза – водаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ξένος πόνος άπονος
-
4 απονεστερος
Pind. compar. к ἄπονος См. απονος -
5 ημισεα
Iτά adv. наполовину Plat.IIτά половина(ἄρτων Xen.; τῆς χορείας Plat.)
τὰ μὲν ἡ. φιλόπονος, τὰ δε ἡ. ἄπονος Plat. — с одной стороны прилежный, с другой же ленивый
См. также в других словарях:
ἄπονος — without toil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης … Dictionary of Greek
άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονέστερον — ἄπονος without toil adverbial comp ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτερον — ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg ἄπονος without toil adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτέρων — ἄπονος without toil fem gen comp pl ἄπονος without toil masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατα — ἄπονος without toil adverbial superl ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατον — ἄπονος without toil masc acc superl sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνως — ἄπονος without toil adverbial ἄπονος without toil masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπονον — ἄπονος without toil masc/fem acc sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτάτη — ἄπονος without toil fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)