-
1 ἄπλετος
ἄ-πλετος, unnahbar, schrecklich, ungeheuer; unermesslich -
2 ἀά-πλετος
-
3 ἄ-πλᾱτος
ἄ-πλᾱτος, ion. ἄπλητος (πελάζω, ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, ἰσχύς Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; ὀφίων κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον ϑρέμμα, heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. ἄπλετος.
См. также в других словарях:
ἄπλετος — boundless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλετος — η, ον (AM ἄπλετος, ον) νεοελλ. (για φως) λαμπρός, άφθονος αρχ. 1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος 2. σπουδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ.… … Dictionary of Greek
άπλετος — η, ο επίρρ. α άφθονος, λαμπρός: Το φως στο σπίτι ήταν άπλετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπλετον — ἄπλετος boundless masc/fem acc sg ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτοις — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτου — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτους — ἄπλετος boundless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτων — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέτῳ — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλετα — ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλετοι — ἄπλετος boundless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)