Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄπηρος

См. также в других словарях:

  • άπηρος — ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής …   Dictionary of Greek

  • ἄπηρος — unmaimed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπηρον — ἄπηρος unmaimed masc/fem acc sg ἄπηρος unmaimed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπηρα — ἄπηρος unmaimed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απηρής — ἀπηρής, ές κ. ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πηρός «σακάτης»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՀՈՒՆ — (հընի, հնից կամ հունց.) NBH 1 0188 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. Ոյր կամ ուր չիք հուն անցից. ընդ որ ոչ ոք կարէ անցանել՝ իրօք կամ մտօք. անկոխ. անեզր. անբաւ. ընդարձակ եւ լայն. անչափ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»