-
1 άξονας
-
2 ἄξονας
-
3 άξονας
1) axis2) axle3) shaftΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άξονας
-
4 καταγράφω
A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—[voice] Pass.,καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31
.2 engrave, inscribe,εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4
:—[voice] Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for [dialect] Att. ἀνεγρ-)εἰς ἄξονας Plu.Sol.25
.3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 ([voice] Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.2 register, record, ; (iii B.C.);κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46
; esp. enroll,ναύτας Plb.1.49.2
;δυνάμεις D.S.11.1
;τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35
:—[voice] Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων.. καὶ καταγραφέντων,.. τοὺς ὁμήρους.. τοὺς.. καταγραφέντας, Plb.29.3.6;σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36
; .b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c;οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70
(iii B.C.), cf. BGU50.8 ([voice] Pass., ii A.D.), POxy. 1703 (iii A.D.), etc. (also in [voice] Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—[voice] Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign,ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71
: c. inf., reckon that.., Id.NA7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγράφω
-
5 περιδινεύω
A hover around, prob. for sq. in S.Fr. 334 (anap.); revolve round,ἄξονας οὓς περιεδίνευον τροχοί D.S.18.27
. - έω, whirl, wheel round,κύκλῳ αὑτόν Aeschin.3.167
;τὴν κεφαλήν D.Chr.1.56
; ὁ ἥλιος π. περὶ αὐτὸν τὸν πόλον Men.Rh.p.442S.;τυφὼν π. τὴν ναῦν Luc.VH1.9
; set in motion all round, Alciphr.1.39 :—[voice] Med.,περιδινήσασθε ἀνελίγματα χαίτης AP7.485
(Diosc.); also, take a stroll,περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ Luc.Lex.2
:—[voice] Pass., to be whirled round, Ph.1.145, Ti.Locr.97c, Iamb.Myst.5.20 ; spin round like a top, X.Smp.7.3, Luc. Syr.D.36, etc.—Cf. περιδονέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδινεύω
См. также в других словарях:
άξονας — ο 1. φανταστική ευθεία γραμμή γύρω στην οποία κινείται κάθε σώμα που περιστρέφεται: Η Γη περιστρέφεται γύρω στον άξονά της. 2. το στέλεχος που βρίσκεται στο κέντρο των τροχών (αλλιώτικα άτρακτος) με το οποίο αυτοί γυρίζουν: Είχε πάθει ζημιά ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
ἄξονας — ἄξων axle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωριαίος άξονας — Λέγεται και άξονας του κόσμου. Πρόκειται για τη νοητή ευθεία γραμμή, που περνά από τους δύο πόλους γύρω από την οποία φαίνεται ότι γίνεται η ημερήσια κίνηση. Ο άξονας αυτός σχηματίζει γωνία με τον ορίζοντα, ίση με το πλάτος του τόπου. Παράλληλα… … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek