-
121 δέρμα
-ατος + τό N 3 63-0-5-9-1=78 Gn 27,16; Ex 25,5(bis); 26,14(bis)hide, skin -
122 δῆγμα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-2=3 Mi 5,4; Wis 16,5.9bite, sting Wis 16,5*Mi 5,4 δήγματα bites, attacks?-יכישׁנ for MT נסיכי princes, leaders -
123 διάβημα
-ατος + τό N 3 0-1-0-15-1=17 2 Sm 22,37; Ps 16(17),5(bis); 17(18),37; 36(37),23a step (across); neol. -
124 διάγγελμα
-ατος τό N 3 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 5,1(7)message, notice; *1 Kgs 5,1(7) πάντα τὰ διαγγέλματα everything called for or ordered-כל־הקרוא for MT כל־הקרב all the guests; neol.Cf. CAIRD 1968b=1972 124 -
125 διάδημα
-ατος + τό N 3 0-0-1-3-13=17 Is 62,3; Est 1,11; 2,17; 8,15; 1 Ezr 4,30crown Is 62,3; diadem, cloth headband worn as a symbol of power Est 8,15→ NIDNTT -
126 διανόημα
-ατος + τό N 3 0-0-3-3-7=13 Is 55,9; Ez 14,3.4; Prv 14,14; 15,24thought, notion Is 55,9*Ez 14,3 τὰ διανοήματα αὐτῶν their deeds, thoughts?-⋄עלילה for MT גלוליהם their idols, see also Ez 14,4; *Prv 14,14 τῶν διανοημάτων αὐτοῦ his thoughts-מעליו ⋄עלה for MT עליו/מ from upon him, from himself; *Prv 15,24 διανοήματα thoughts-מעלה ⋄עלה for MT מעלה/ל upward→ NIDNTT; TWNT -
127 δίασμα
-ατος τό N 3 0-4-0-0-0=4 Jgs 16,13.14 -
128 διάστημα
См. также в других словарях:
.άτος — ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτος — ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
ἆτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek