-
101 ἀφήγημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 14,6guiding, leading, command -
102 ἀφόδευμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 TobS 2,10excrement; neol. -
103 ἀφόρισμα
-ατος τό N 3 10-0-1-0-0=11 Ex 29,24.26.27; 36,37(39,30); Lv 10,14the separate (or special) offering, that which is set apart, wave offering (for MT תנופה) Ex 29,24; that which is set apart, enclosure (of land) Nm 35,3; neol.; see ἀφορισμόςCf. HARLE 1988, 42; LE BOULLUEC 1989, 299-300; LEE,J. 1983, 45; →NIDNTT; TWNT -
104 βάμμα
-ατος τό N 3 0-5-0-0-0=5 JgsA 5,30(bis); JgsB 5,30(ter) -
105 βάσταγμα
-ατος τό N 3 0-1-4-2-0=7 2 Sm 15,33; Jer 17,21.22.24.27 -
106 βδέλυγμα
-ατος + τό N 3 38-14-36-19-16=123 Gn 43,32; 46,34; Ex 8,22(bis); Lv 5,2abomination, sth abominable (of idols and cultic objects) Gn 43,32τὸ βδέλυγμα (τῆς) ἐρημώσεως the abomination of desolation (semit.; sacrilegious object or rite causing the desecration of a sacred place) Dn 12,11*Lv 5,2 βδελυγμάτων abominations-קוץשׁ for MT רץשׁ reptile; *2 Kgs 17,32 τὰ βδελύγματα αὐτῶνtheir abominations-הם/קוצישׁ for MT ם/קצות/מ from among them (double transl. of the Hebr.)neol.Cf. DANIEL, S. 1966, 179; HARL 1986a, 285-286; HARLÉ 1988 100(Lv 5,2); LEE, J. 1983, 47; LUST1993a, 285. 295-296; →NIDNTT; TWNT -
107 βῆμα
-ατος + τό N 3 1-0-0-1-4=6 Dt 2,5; 1 Ezr 9,42; Neh 8,4; 2 Mc 13,26; Sir 19,30step, pace Sir 19,30; step (as a measure of length) Dt 2,5; raised place, tribune, pulpit 1 Ezr 9,42;judgement seat 2 Mc 13,26→LSJ RSuppl -
108 βλάστημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 50,12 -
109 βόσκημα
-ατος τό N 3 0-1-5-0-1=7 2 Chr 7,5; Is 7,25; 27,10; 32,14; 49,11 -
110 βούλημα
-ατος + τό N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 15,5; 4 Mc 8,18Cf. WALTERS 1973, 243 -
111 βρῶμα
-ατος + τό N 3 23-9-9-10-24=75 Gn 6,21; 14,11; 41,35(bis).36that which is eaten, food, meat Gn 6,21; βρώματα provisions, victuals, food Gn 14,11*Is 3,6 βρῶμα food-מאכלת or להשׁמב for MT להשׁמכ ruin; *LtJ 10 βρωμάτων food-מאכל for hypothetical original אכל/מ from the devourer, cpr. Mal 3,11Cf. MOORE 1977, 338; WALTERS 1973, 73; →TWNT -
112 γαυρίαμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-4=5 Jb 4,10; Jdt 10,8; 15,9; Sir 43,1; 47,4arrogance, exultation; neol. -
113 γένημα
-ατος + τό N 3 35-5-14-9-14=77 Gn 41,34; 47,24; 49,21; Ex 22,4; 23,10that which is begotten or born, offspring 1 Mc 1,38; fruit, yield, produce Gn 41,34see γέννημαCf. LE BOULLUEC 1989, 224-225; LEE, J. 1983, 99; WALTERS 1973, 115; →TWNT -
114 γέννημα
-ατος + τό N 3 0-2-0-0-1=3 Jgs 1,10; Sir 10,18that which is begotten or born, offspring, fruit, product, produce; see γένημαCf. SHIPP 1979, 193; →TWNT -
115 γεῦμα
-ατος τό N 3 2-0-1-1-1=5 Ex 16,31; Nm 11,8; Jer 31(48),11; Jb 6,6; 2 Mc 13,18taste Ex 16,31; sample, indication (metaph.) 2 Mc 13,18 -
116 γλύκασμα
-ατος τό N 3 0-0-0-2-2=4 1 Ezr 9,51; Prv 16,24; Neh 8,10; Sir 11,3sweetness Prv 16,24; sweet wine Neh 8,10; neol. -
117 γλύμμα
-ατος τό N 3 1-0-2-0-2=5 Ex 28,11; Is 45,20; 60,18; Sir 38,27; 45,11engraved figure, inscription Ex 28,11*Is60,18 Γλύμμα engraved figure corr.? ἀγαλλίαμα exultation for MT תהלה praise, cpr. Is 61,11 -
118 γράμμα
-ατος + τό N 3 2-9-3-9-4=27 Ex 36,37(39,30); Lv 19,28; Jos 15,15.16.49γράμματα στικτά incisions, tattoo Lv 19,28→NIDNTT; TWNT -
119 δαπάνημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-3=3 1 Ezr 6,24; 2 Mc 3,3; 11.31cost, expense 1 Ezr 6,24; δαπανήματα necessaries, supplies, food 2 Mc 11,31→PREISIGKE -
120 δεῖμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 17,8fear, terror
См. также в других словарях:
.άτος — ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτος — ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
ἆτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek