-
1 ἀνύω
ἀνύω ([etym.] ᾰνῠ), Il.4.56, Ar.Ra. 606, [dialect] Att. [full] ἀνύτω or [full] ἁνύτω Th.2.75, Pl.R. 486c, al.: [tense] impf.Aἤνυον Hdt.9.66
, E.Hec. 1167: [tense] fut. ἀνύσω [pron. full] [ῠ], S.Aj. 607, Ar.Ra. 649, [dialect] Ep.ἐξ-ανύω 11.11.365
: [tense] aor.ἤνῠσα Od.24.71
, A.Pers. 726, etc.; poet. ἥνυσσα ([dialect] Dor. ᾱν-) Pi.P.12.11, A.R.4.413, [dialect] Ep. ἄνυσσα [ᾰ] Hes.Th. 954, Maiist.57 ([etym.] ὑπ-): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] pf.ἤνυσμαι Plb.8.29.1
, etc.,δι-ήνυσμαι X.Cyr.1.4.28
: [tense] aor.ἠνύσθην Plb.32.3.17
, D.Chr.3.127: [tense] fut.ἀνυσθήσομαι J.AJ1.19.1
, Ael.VH1.21:—[voice] Med.,ἀνύομαι Pi.P.2.49
, Bion Fr.4.6: [tense] impf. : [tense] fut. ἀνύσομαι (v. infr.): [tense] aor. , S.Tr. 995(lyr.), inf.ἀνύσασθαι X.An.7.7.24
(Valck.)—Non-thematic forms are found in poets: [tense] impf. [voice] Act. ἄνῠμες, [dialect] Dor. for ἤνυμεν, Theoc.7.10: [tense] pres. [voice] Pass.ἄνυται Opp.H.3.427
, Nic.Al. 599: [tense] impf. [voice] Pass.ἤνῠτο Od.5.243
(nisileg. ἤνετο); [dialect] Dor.ἄνῠτο Theoc.2.92
. [[pron. full] ῠ in all parts: hence ἀνῦσαι in Tryph.126, ἀνῡσάμενοι in AP10.12 should be written with σς: ἀνΰων is corrupt in Nonn.D.21.16]:—effect, accomplish,ἤνυτο δ' ἔρλον Od.5.243
(v. supr.), cf.A.Pers. 726, etc.; ; (lyr.);τοὔπος ὡς ἄρ' ὀρθὸν ἤνυσας Id.Ant. 1178
, cf. OC 454: abs., οὐδὲν ἤνυε he did no good, Hdt.9.66; εἴ τι ἔμελλεν ἀνύτειν whatever was like ly to forward the work, Th.2.75;σμικρὸν ἀνύτειν Pl.Sph. 230a
, al.;ἧσσον ἁνύτειν Th.2.76
;οὐδὲν ἤνυε τούτοις D.21.104
; ἀ. εἴς τι to conduce towards.., Pl.Ax. 369d: c. acc. et inf., Ἀπόλλων.. ἐκεῖνον ἤνυσε φονέα γενέσθαι brought it to pass that.., S.OT 720:—[voice] Med., accomplish for one's own advantage, ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα (if not in pass. sense, will be accomplished) Od.16.373, cf. Hp.Ep.27; θεός.. τέκμαρ ἀνύεται Pi.P.2.49, cf. Ar.Pl. 196, dub. in Pl.Phd. 69d.3 c. dupl. acc., make, cause to be, (lyr.), Nic.Al. 400.5 finish a journey, ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς ἤνυσεν (sc. ὁδοῦ ) as much as a ship gets over in a day, Od.4.357; soπολλὴν κέλευθον ἤνυδεν A.Pers. 748
;πορείαν Onos.6.1
: c. acc. loci,ὄφρα τάχιστα νηῦς ἀνύσειε θαλάσσης.. ὕδωρ Od.15.294
, cf. Thgn.511, S.Ant. 231.6 in Trag. freq. abs. (sc. ὁδόν or κέλευθον), make one's way, win,πρὸς πόλιν Id.Tr. 657
(lyr.); ; also θάλαμον ἀνύτειν (i.e. εἰς θάλαμον) reach the bridal chamber, S.Ant. 805 (lyr.);ἀ. Ἅιδαν Id.Aj. 607
(lyr.), E.Supp. 1142 (lyr.): metaph., ζυγὰ ἤνυσε δούλια Τροία (s.v.l.) Id.Tr. 599 ( Τροίᾳ Sch.): rarely with inf. instead of acc., στρατὸς ἤνυσε περᾶν succeeded in crossing, A.Pers. 721: with Adj., come to be,εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας S.Ph. 720
(lyr.).7 in [voice] Pass. of Time, come to an end,χρόνος ἄνυτο Theoc. 2.92
, cf. Eus.Mynd.63.8 in [voice] Pass. of persons, grow up, ἠνυτόμαν τροφαῖς (lyr.) A.Ag. 1159.9 get, obtain,γαστρὶ φορβάν S.Ph. 711
(lyr.), cf. Theoc.5.144; τίνος χρείας ἀνύσαι; i.e.τίνος χρείας προσπίτνετε, ὥστε ἀνύσαι αὐτήν; S.OC 1755
:—[voice] Med., χρείαν ἠνύσασθε ye obtained it, A.Pr. 700, cf. Ch. 858, S.Tr. 995 (lyr.);τοῦτο ἐκ Μοιρέων ἠνύσατο AP7.506
(Leon.).II c. part., οὐκ ἀνύω φθονέουσα I gain nothing by grudging, Il.4.56.2 in Com., do quickly, make haste,οὐ μέλλειν.., ἀλλ' ἀνύειν Ar.Pl. 607
, cf. Ra. 606; οὐκ ἀνύσεις τι; make haste! ib. 649;ἀλλ' ἄνυσον, οὐ μέλλειν ἐχρῆν Fr. 102
: c. part., ἄνυε πράττων make haste about it, Pl. 413; ἄνυσον ὑποδησάμενος make haste and get your shoes on, V. 1168, cf. Av. 241;ἄνυσόν ποτ' ἐξελθών Pherecr.40
: more freq. in part. ἀνύσας, or ἀνύσας τι with a Verb, ἄνοιγ', ἄνοιγ' ἀνύσας make haste and open the door, Ar.Nu. 181; ; , cf. V. 202, 847, 1158, Pl. 648, 974;βοηθησάτω τις ἀνύσας Ach. 571
; ; , cf. 1253; . (The distinction of meaning ἀνύτω accomplish, make way, ἀνύω hasten, is doubtful, cf. AB411.—[dialect] Att. ἁνύω acc. to Hdn.Gr.1.541, Phryn.PSp.23B., cf.καθανύσαι X.HG 7.1.15
(Hsch.); but κατανύειν (q.v.) occurs in Trag., cf.ταῦτ' ἀνύσηται Ar.Pl. 196
.) (I.-E. sen-, [tense] pres. stem s[ngnull]neu-, cf. Skt. sanoti 'wins'.)
См. также в других словарях:
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
Αρχίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Θρασύβουλο και τον Άνυτο, ήταν επικεφαλής εκείνων που ανέτρεψαν το 403 π.Χ. τους Τριάκοντα τυράννους. Μετριοπαθής, προσπάθησε να πετύχει… … Dictionary of Greek
Δαμοφών — I (2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε ως μιμητής των έργων του Φειδία. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Λαφρίας Αρτέμιδος, της Υγείας, της Δήμητρας, του Τιτάνα Άνυτου και του Ασκληπιού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λυκόσουρας (Αρκαδίας) — Το μουσείο της Λυκόσουρας χτίστηκε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, για να φιλοξενήσει τα κινητά ευρήματα από το ιερό της Δέσποινας, που ανασκάφηκε κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Η Δέσποινα, κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, ήταν θεότητα που… … Dictionary of Greek