-
1 άνουσος
-
2 ἄνουσος
-
3 ἄνουσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνουσος
-
4 ἄνουσος
ἄ-νουσος ( νοῦσος): without sickness, Od. 14.255†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνουσος
-
5 ἄνοσος
A without sickness, healthy, sound, of persons,ἀσκηθέες καὶ ἄ. Od.14.255
;ἄ. καὶ ἀγήραοι Pi.Fr. 143
, cf. Pl.Ti. 33a;ἄπηρος, ἄ. Hdt.1.32
;λῶστον δὲ τὸ ζῆν ἄ. S.Fr. 356
. Adv.ἀνόσως, διάγειν Hp.Epid.1.1
;ζῆν Ph.1.267
;ἄ. ᾤχετ' ἐς ἡμιθέους IG 5(2).472.13
(Megalopolis, ii/iii A.D.).2 c. gen., ἄ. κακῶν untouchid by ill, E.IA 982; ἄ. πρὸς τὰ ἄλλα ἀρρωστήματα, τῶν ἄλλων ἀρρωστημάτων, Arist.HA 604a12,22.3 of a season, free from sickness,ἔτος ἄ. ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Th.2.49
; ἕξις, λόγος ἄ., Plu.Cic.8,2.7b.
См. также в других словарях:
άνουσος — ἄνουσος, ον (Α) ιων. βλ. άνοσος … Dictionary of Greek
ἄνουσος — ἄνοσος without sickness masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοσος — η, ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, ον) νεοελλ. αρχ. 1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής 2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής 3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια … Dictionary of Greek