-
1 ανοια
староатт. ἀνοία, ион. ἀνοίη ἥ безрассудство, глупость Trag., Xen.ἀνοίῃ (ἀνοίᾳ) Her., Plat. и ὑπ΄ ἀνοίας Aesch., Plat. — по неразумию;
-
2 ἄνοια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄνοια
-
3 άνοια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άνοια
-
4 άνοια
η1) глупость, нелепость; 2) мед. деменция, слабоумие -
5 ἄνοια
безрассудство, безумие, глупость, бешенство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνοια
-
6 ἄνοια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνοια
-
7 ἄνοια
безумие, безрассудство -
8 ακρισια
ἥ1) запутанность, путаница; замешательство(ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen.)
2) путаность суждения, отсутствие здравого смысла(ἄνοια καὴ ἀ. Polyb.)
ἀ. περὴ τοὺς φίλους Luc. — неумение разбираться в друзьях -
9 ερινυς
- ύος ἥ1) проклятие(μητρός Hom.; πατρός Soph.)
ἐρινύες Λαΐου Her. — проклятия, павшие на (род) Лаия;λόγου ἄνοια καὴ φρενῶν ἐρινύς Soph. — бессмысленные речи и помраченный ум2) перен. проклятие, погибельπεργάμων Ἀπολλωνίων ἐ. Eur. — (Елена -) проклятие Аполлоновой твердыни, т.е. причина гибели Трои
-
10 νεοτης
- ητος, дор. νεότᾱς ἥ1) молодость, юность(καὴ γῆρας καὴ ν. Plat.)
2) юношеская пылкость, задор, безрассудство, незрелость(ν. καὴ ἄνοια Plat.)
3) юношество, молодежь(ν. πολλή Thuc.)
-
11 ξυναναμιγνυμι
1) смешивать вместе, примешивать, приводить в связь(τινι Plut.)
ἥ ἄνοια - v. l. ἄγνοια - ξυναναμέμικται αὐτοῖς Luc. — безумие присуще им2) pass. общаться(πόρνοις NT.)
-
12 πλανη
(ᾰ) ἥ1) блуждание, скитание, странствование(πολύπλανοι πλάναι Aesch.)
2) отклонение, отступление(ἥ π. τοῦ λόγου Plat.)
3) заблуждение, ошибка(π. καὴ ἄνοια Plat.)
ἥ π. τῆς ὄψεως Plat. — обман зрения4) неопределенность, неустойчивостьδιαφορὰ καὴ π. (τῶν καλῶν) Arst. — многоообразие и шаткость (представлений) прекрасного
5) обольщение(μισθοῦ NT.)
6) обман(καὴ ἔσται ἥ ἐσχάτη π. χείρων τῆς πρώτης NT.)
-
13 συναναμιγνυμι
1) смешивать вместе, примешивать, приводить в связь(τινι Plut.)
ἥ ἄνοια - v. l. ἄγνοια - ξυναναμέμικται αὐτοῖς Luc. — безумие присуще им2) pass. общаться(πόρνοις NT.)
-
14 φλεγω
1) жечь, сжигать(πυρί τινα Aesch.)
2) освещать, озарять(χθόνα ἀκτῖσιν Aesch.; τὸ ἱερὸν λαμπάσι Eur.)
3) зажигать, pass. гореть(πυρὴ φλέγεσθαι Hom.)
βωμοὴ δώροισι φλέγονται Aesch. — алтари пылают (жертво)приношениями;αἷμα δάϊον φ. Eur. — разжигать кровавую резню4) зажигать страстью, воспламенять, волновать(τινά и ψυχήν τινος Anth.)
φλέγεσθαι τέν ψυχέν νεότητι καὴ ἀνοίᾳ Plat. — быть охваченным пылом безрассудной юности;μήδ΄ ἄγαν οὕτω φλέγεσθον Soph. — не предавайтесь столь чрезмерному волнению5) гореть, пылать(λαμπὰς φλέγει Aesch.; πῦρ φλέγει Soph.)
οὐρανία ἀστραπέ φλέγει Soph. — молния сверкает на небе;πυκνὸν ἀσπίδων νέφος φλέγει Eur. — блистает сплошная масса щитов6) перен. пылать, быть возбужденным, быть охваченным(ἀνδρείᾳ Aesch.; μανίαις Arph.)
7) делать славным, знаменитым(τινά Pind.)
φλέγεσθαι ἀρεταῖς μυρίαις Pind. — быть славным (сиять) множеством доблестей8) быть прославляемым(Χαρίτων ὁμάδῳ Pind.)
-
15 γεροντικός
η, ό[ν] старческий, стариковский;γεροντική άνοια — старческое слабоумие
-
16 πρεσβυτικός
η, όν старческий;η πρεσβυτική άνοια — старческое слабоумие
-
17 454
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 454
См. также в других словарях:
ἀνοία — ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁνοία — ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίᾳ — ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοια — the character of an fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
άνοια — η (ιατρ.), μερικό ή ολικό χάσιμο από ένα άτομο της διανοητικής, συναισθηματικής και βουλητικής ικανότητάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοίας — ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem acc pl ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem acc pl (attic epic) ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem gen sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίαι — ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοι' — ἄνοια , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg ἄνοιαι , ἄνοια the character of an fem nom/voc pl ἄνοιο , ἄνω 1 accomplish pres opt mp 2nd sg ἄνοιο , ἀνίημι send up aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίαις — ἄνοια the character of an fem dat pl ἄνοια the character of an fem dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίαν — ἀνοίᾱν , ἄνοια the character of an fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)